Το ελληνικό κράτος κατά τη δεκαετία του 1920, δηλαδή μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή, αφ’ ενός μεν διαπιστώνοντας την ανάγκη για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, μέσω της προώθησης της πρωτογενούς γεωργικής παραγωγής, αφ’ ετέρου δε πιεζόμενο από το κοινωνικό αίτημα της πλειοψηφίας του πληθυσμού, που ήταν αγρότες, να καταργήσει τις μεγάλες ιδιοκτησίες και να αναδιανείμει τη γη σε πολλούς μικρούς αυτοκαλλιεργητές, ώστε η μικρή ιδιοκτησία ν’ αποτελέσει μέσο παραγωγής στα χέρια τους, έθεσε το νομικό πλαίσιο για να εξυπηρετήσει τις παραπάνω ανάγκες και να προλάβει την επερχόμενη κοινωνική αναταραχή.

Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ο Εμφύλιος και η συνεπακόλουθη ερήμωση της χώρας οδήγησαν κατά τη δεκαετία του 1950 για δεύτερη φορά το κράτος να παρέμβει προς τον σκοπό της ενίσχυσης του μικρού αγροτικού κλήρου και της ενδυνάμωσης της αγροτικής παραγωγής.

Και στις δύο περιπτώσεις το κράτος χρησιμοποίησε ως θεσμικό εργαλείο τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και τις διανομές των απαλλοτριουμένων εκτάσεων στους ακτήμονες καλλιεργητές. Ο αγροτικός κλήρος, δηλαδή το σύνολο των εκτάσεων που δόθηκαν σε έναν έκαστο αγρότη, αποτέλεσε την οικονομική μονάδα αυτής της διανομής της γης. Ο κάθε αγροτικός κλήρος αποτελείτο από διάφορα κληροτεμάχια, δηλαδή συγκεκριμένα κατ’ έκταση και διαστάσεις αυτοτελή γεωτεμάχια.

Η  εποικιστική σχέση αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής ρυθμίσεως. Αυτό συνάγεται από διατάξεις των πρόσφατων Συνταγμάτων του 1952, του 1968, καθώς και του ισχύοντος Συντάγματος του 1975, αλλά και από το Σύνταγμα του 1927. Αυτονόητο  είναι,  ότι  το  Εποικιστικό  Δίκαιο  οφείλει  να  συμβιβάζεται  προς  τις εκάστοτε  ισχύουσες  συνταγματικές  επιταγές.  Ενδιαφέρον  παρουσιάζει  η συνταγματική διάσταση του εποικιστικού φαινομένου.

  1. Οι διατάξεις του Συντάγματος 1952

Άρθρο 17 παρ. 1: «Ουδείς στερείται της ιδιοκτησίας αυτού, ειμή δια δημοσίαν ωφελείαν προσηκόντως αποδεδειγμένην, ότε και όπως ο νόμος διατάσσει, πάντοτε δε προηγουμένης πλήρους αποζημιώσεως …».

Άρθρο 104 : «Προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων μικρών επιτρέπεται επί μίαν τριετίαν από της ισχύος του παρόντος αναγκαστική απαλλοτρίωσις των κατωτέρω κατηγοριών αγροτικών κτημάτων κατά παρέκκλισιν του άρθρου 17 του Συντάγματος, ως νόμος θέλει ορίσει.».

  1. Οι διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος 1975

Άρθρο 18 παρ. 4: «Επιτρέπεται, σύμφωνα με την διαδικασία που καθορίζει ειδικός νόμος, ο αναδασμός    αγροτικών εκτάσεων για την επωφελέστερη εκμετάλλευση   του εδάφους, καθώς και η λήψη μέτρων για την αποφυγήν της υπέρμετρης κατάτμησης  ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης μικρής αγροτικής  ιδιοκτησίας.».

Άρθρο  18  παρ  5:   «Εκτός  από  τις  περιπτώσεις  που  προβλέπονται  στις προηγούμενες παραγράφους, μπορεί να προβλεφθεί με νόμο και κάθε άλλη στέρηση της ελεύθερης χρήσης και κάρπωσης της ιδιοκτησίας που απαιτείται από ιδιαίτερες περιστάσεις. Νόμος ορίζει τον υπόχρεο και τη διαδικασία καταβολής στο δικαιούχο του ανταλλάγματος της χρήσης ή κάρπωσης, το οποίο πρέπει να ανταποκρίνεται στις υφιστάμενες κάθε φορά συνθήκες.».

Άρθρο 18 παρ 6: «Με νόμο μπορεί να ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διάθεση εγκαταλειμμένων εκτάσεων για την αξιοποίησή τους υπέρ της εθνικής οικονομίας και αποκατάσταση ακτημόνων. Με τον ίδιο νόμο ορίζονται και τα σχετικά με τη μερική ή ολική  αποζημίωση  των  ιδιοκτητών  σε  περίπτωση  επανεμφάνισής  τους  μέσα  σε εύλογη προθεσμία.

Το έτος 1975 ο συνταγματικός νομοθέτης εισάγει νέα διάταξη για την προστασία του δασικού πλούτου της χώρας. Εχοντας όμως υπόψη όλο το προαναφερόμενο νομοθετικό πλαίσιο αλλά και τις πραγματικές ανάγκες που εξακολουθούν να υφίστανται και αυτές που διαφαίνονται για το μέλλον, θέσπισε ως εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης μεταβολής του προορισμού των δημοσίων δασών και των δημοσίων δασικών εκτάσεων, την επικράτηση της προστασίας της αγροτικής εκμετάλλευσης, εφόσον αυτή προέχει για την εθνική οικονομία, έναντι της προστασίας του δάσους εν γένει.

Η διατύπωση του συντάγματος «πλην αν προέχει δια την Εθνικήν Οικονομίαν η αγροτική εκμετάλλευσις», ερμηνευόμενη στο πλαίσιο της ενδεδειγμένης για την περίσταση απολύτου ισχύος ερμηνευτικής αρχής ότι η εξαίρεση υπερισχύει του κανόνος, σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση που ο κοινός νομοθέτης θεωρεί την αγροτική εκμετάλλευση ως προέχουσα για την εθνική οικονομία, η υποχρέωση προστασίας και διαφυλάξεως των δασών υποχωρεί. Ο κατ’ εξοχήν τρόπος με τον οποίο ο κοινός νομοθέτης υλοποιεί τη στρατηγική για το σχεδιασμό της οικονομίας της χώρας επιλογή της προστασίας της αγροτικής εκμετάλλευσης είναι η δημιουργία αγροτικού κλήρου. Δηλαδή η κατά κυριότητα παραχώρηση εκτάσεων στους γεωργούς με την έκδοση παραχωρητηρίων και τη μεταγραφή τους. Μάλιστα έχει θεσπιστεί ειδική αρμοδιότητα για την παρακολούθηση των παραχωρουμένων αγροτικών κλήρων, που έχει ανατεθεί αποκλειστικά στη Δ/νση Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας.

Στις  διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας χρησιμοποιούνται οι όροι «ακτήμονας καλλιεργητής», «κληροτεμάχια», «κλήροι» και «οικόπεδα», «εποικιστικές εκτάσεις», «κοινόχρηστες και διαθέσιμες εκτάσεις».

Ως σημείο εκκινήσεως επιλέγουμε τον όρο «ακτήμονας καλλιεργητής». Είναι το φυσικό πρόσωπο, που καλλιεργεί τη γη, χωρίς να έχει όμως κτήματα ή αλλιώς, χωρίς να έχει γεωργική ιδιοκτησία. Άλλο είναι το ζήτημα ότι, για την εκπλήρωση συγκεκριμένων στόχων ο νόμος επιτρέπει και σε νομικά πρόσωπα να καθίστανται κληρούχοι. Πέρα από αυτούς, ως ακτήμονες καλλιεργητές ορίζονται και «… οι έχοντες ανεπαρκή  γεωργική ιδιοκτησία, οχί δε και όσοι καλλιεργηταί έχουν επαρκή κινητή ή ακίνητον αστικήν ιδιοκτησίαν» (άρθρο 1, παρ. 2, ΑγρΚ). Κρίσιμος χρόνος, για   τη   συνδρομή   του   στοιχείου   της   ακτημοσύνης   είναι   ο   χρόνος   της αποκαταστάσεως. Ορθά επισημαίνεται, ότι η έννοια του ακτήμονα καλλιεργητή δεν αναιρείται από την προσωρινή απομάκρυνση από τον τόπο των γεωργικών ασχολιών, εφόσον δεν διαπιστώνεται θέληση, για οριστική εγκατάλειψη του γεωργικού επαγγέλματος.

Ο όρος «κλήρος» ή «κληροτεμάχιο» διαφέρει από τους όρους «αγρός» ή «αγροτικό ακίνητο», καθώς και από τον όρο οικόπεδο. Ως αγροτικό ακίνητο νοείται αυτό, που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης και οικισμών, σύμφωνα με τον προορισμό του  και  κατά  τις  αντιλήψεις  των  συναλλαγών  χρησιμοποιείται  για  γεωργική εκμετάλλευση.  Αγροτικό  ακίνητο  νοείται  εκείνο,  το  οποίο  παράγει  φυσικούς καρπούς, σύμφωνα με τα άρθρα 619 και 961 ΑΚ και κατά την επικρατούσα στις συναλλαγές χρησιμοποιείται ή προορίζεται προεχόντως, για γεωργική εκμετάλλευση, για καλλιέργεια της γης και παραγωγή καρπών, ενώ αστικό ακίνητο θεωρείται ασκεπής   χώρος   (οικόπεδο),   ο   οποίος   κατά   την   αντίληψη   των   συναλλαγών προορίζεται, για ανοικοδόμηση …» (ΕφΠατρ767/29004). Ο κλήρος είναι εκείνο το αγροτικό ακίνητο, που παραχωρείται, για αγροτική αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών. Ωστόσο, κλήρος δεν αποκλείεται να είναι και οικόπεδο. Ειδικότερα ο όρος «κληροτεμάχιο» αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα μια και μπορεί να έχει διττή σημασία. Αφενός μπορεί να ταυτίζεται με τον  κλήρο ολόκληρο, αφετέρου μπορεί να έχει την έννοια του τεμαχίου κλήρου, δηλαδή μέρους κλήρου, ως διαιρετού τμήματός του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το τεμάχιο κλήρου μπορεί να διέπεται από την απαγόρευση  κατάτμησης κλήρου, οπότε συντρέχουν σημαντικές έννομες συνέπειες.

Με τον όρο «εποικιστικές εκτάσεις» νοούνται το σύνολο των εκτάσεων, που αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας διανομής δηλαδή οι κλήροι, τα αγροτεμάχια, που αποδόθηκαν σε δικαιούχους, οι κοινόχρηστες εκτάσεις, δηλαδή οι εκτάσεις του άρθρου 31 του Αγροτικού Κώδικα και όσες χαρακτηρίζονται, ως κοινόχρηστες    στα    κυρωμένα    κτηματολογικά    στοιχεία    των    διανομών    των απαλλοτριωθέντων αγροκτημάτων, καθώς και οι διαθέσιμες εκτάσεις και οικόπεδα, δηλαδή όσες εκτάσεις και οικόπεδα έμειναν αδιάθετα μετά την ολοκλήρωση της απαλλοτριωτικής διαδικασίας, για την αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων, καθώς και όσες επανήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημόσιου, λόγω έκπτωσης του δικαιούχου και ανάκλησης του σχετικού παραχωρητηρίου.

Το νομικό πλαίσιο, για τις εποικιστικές εκτάσεις, τυγχάνει εφαρμογής και στις αποστραγγιζόμενες γαίες, όπως ιδίως προβλέπουν οι διατάξεις του β.δ 24.3.1941 (Α’84) «Κώδικας αποστραγγίζαμενων γαιών» και στα μπασταινουχικά κτήματα του άρθρου 290 του Αγροτικού Κώδικα. Τέλος, συμπληρώνεται από το νομικό πλαίσιο, για τις εκτάσεις που απετέλεσαν αντικείμενο κτηνοτροφικής αποκατάστασης, βάσει πράξεων απαλλοτριώσεων, που εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή ιδίως του Κτηνοτροφικού Κώδικα (Α’ 368) και του ν. 2185/1952 (Α’ 217).

Ο όρος «ακίνητα» χρησιμοποιείται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 9 του ν. 3147/2003. Στο άρθρο 4 παρ. 3 του ν.2215/1994 «Ρύθμιση Θεμάτων της απαλλοτριωμένης περιουσίας της έκπτωτης βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας» χρησιμοποιείται ο όρος «κτήματα», για τα ακίνητα Δεκελείας (Τατοΐου) Αττικής και Πολυδενδρίου Αγιάς Λάρισας. Τα κτήματα αυτά περιήλθαν με τη διάταξη αυτή στη διοίκηση και διαχείριση του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Με τις διατάξεις του νόμου 4061/2012 ήδη καθιερώνεται η ενιαία χρήση του όρου «ακίνητα», στον οποίο περιλαμβάνονται όλοι οι  παραπάνω  ορισμοί  ιδίως  όπως  εκτάσεις,  αγροτεμάχια,  οικόπεδα,  βοσκήσιμες εκτάσεις.

Η εποικιστική νομοθεσία, βρίσκεται διάσπαρτη σε πλήθος νομοθετημάτων, που εκδόθηκαν μέσα σε διάστημα 80 ετών και τα οποία, λόγω των διαρκών νομοθετικών παρεμβάσεων, που τροποποιούν, αντικαθιστούν ή καταργούν διατάξεις να είναι δύσχρηστη και δυσχερής στην εφαρμογή της. Το  πλαίσιο αυτό δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες, αφού η διαχείριση των εκτάσεων αυτών γίνεται με τον αγροτικό Κώδικα, που κυρώθηκε το 1949, καθώς και αναπτυξιακού χαρακτήρα διατάξεις των δεκαετιών 1970 και του 1980. Οι διατάξεις, που συνθέτουν την εποικιστική  νομοθεσία  αποτελούν  πηγή  του  Εμπραγμάτου  Δικαίου.  Στη συγκεκριμένη νομοθεσία υπάρχουν κανόνες κυρίως του Δημόσιου Δικαίου, χωρίς όμως να απουσιάζουν κανόνες Ιδιωτικού Δικαίου. Αλλά και οι κανόνες αυτοί του Δημόσιου Δικαίου θεμελιώνουν εμπράγματες σχέσεις, όπως είναι  η κυριότητα, η νομή ή η κατοχή, θεσμοί, που βέβαια ρυθμίζονται στο Αστικό Δίκαιο. Το Εποικιστικό  Δίκαιο,  ανάλογα  με  την  τοπική  ισχύ  των  κανόνων  είναι  γενικό  ή τοπικό. Παράδειγμα γενικού δικαίου είναι οι κανόνες, που υπάρχουν στον Αγροτικό Κώδικα. Παραδείγματα τοπικού δικαίου είναι ο κώδικας των Αποστραγγιζόμενων Γαιών ΒΔ. 19-3-1941.

Στην εποικιστική νομοθεσία ανήκουν μεταξύ άλλων:

  1. Εισαγωγικός νόμος Αστικού Κώδικα. Στο 15 Εισαγ.ΝΑΚ ορίζεται ότι «Εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα οι ειδικοί νόμοι που κατά την εισαγωγή του υπάρχουν απαγόρευση εμπραγμάτων δικαιοπραξιών σε ακίνητα, καθώς και για την επικύρωση ή τη ρύθμιση «ανώμαλων δικαιοπραξιών» σε ακίνητα»16. Νόμοι, που προβλέπουν την επικύρωση δικαιοπραξιών σε ακίνητα των Νέων Χωρών, οι οποίες καταρτίστηκαν κατά παράβαση διατάξεων, που τις απαγορεύουν είναι οι εξής: α) Το ν.δ. της 26 Αυγ./14 Σεπτ. κυρώθηκε   από   το   ν.   4306/1929.   β)   Ο   ν.   4399/1929,   όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 5221 /1931 και 5465/1932.
  2. Ν. 2052/1920 «Αγροτικός Νόμος».
  3. Διάταγμα της 3/3-10-1924, με το οποίο κωδικοποιήθηκαν οι αγροτικοί, που ίσχυαν μέχρι τότε.
  4. Ν. 3250/1924 «Περί κυρώσεως του από 3 Σεπτ. 1924 Ν.Δ/τος ΄΄περί απαλλοτριώσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων΄΄».
  5. Ν.Δ. της 26 Αυγ./14 Σεπτ. 1925, όπως κυρώθηκε από το ν. 4306/1929.
  6. Ν. 4306/1929 «Περί κυρώσεως του από 26 Αυγούστου 1925 Ν.Δ. ΄΄περί κυρώσεως ανώμαλων δικαιοπραξιών επί ακινήτων εν ταις νέαις χώραις΄΄»
  7. Ν 4399/1929 «Περί ρυθμίσεως ανώμαλων δικαιοπραξιών εν ταις ν. χώραις.»
  8. Ν 4724/1930 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 4399 ΄΄περί ρυθμίσεως ανωμάλων δικαιοπραξιών εν ταις Νέαις Χώραις΄΄».
  9. Ν. 5221/1931 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 4399 ΄΄περί ρυθμίσεως ανωμάλων δικαιοπραξιών εν ταις Νέαις Χώραις΄΄ και του ν. 4724 ΄΄περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του ν. 4399΄΄».
  10. Ν. 3465/1932 «Περί τροποποιήσεως του νόμου 5221 ΄΄περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του νόμου 4399 περί ρυθμίσεως ανωμάλων δικαιοπραξιών εν ταις νέαις χώραις κ.λπ.΄΄».
  11. ΠρΔ 5/23 Ιουλίου 1932 «Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον διατάξεων του αγροτικού νόμου υπ’ αριθ. 5496».
  12. Α.Ν 1366/1938 «Περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθόριους περιοχάς».
  13. Α.Ν 1722/1939 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων του αγροτικού νόμου».
  14. Κώδικας αποστραγγιζόμενων γαιών «Β.Δ. της 19/24 Μαρτ. 1941 κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων της Νομοθεσίας αποστραγγιζομένων γαιών».
  15. Κτηνοτροφικός Κώδικας (διάταγμα           28/30-10-1941   «Κώδικας αποκαταστάσεως   κτηνοτρόφων»  σε   συνδυασμό   με   το   ν.δ.   1334/1973   «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί αποκαταστάσεως κτηνοτρόφων νομοθεσίας».
  16. Α.Ν 823/1948 «Περί θέσεως διατάξεων προς ρύθμισιν Εποικιστικών τιμημάτων»
  17. Αγροτικός Κώδικας (από 29-10/6-12-1949 Β.Δ/τος «Περί κωδικοποιήσεως των αγροτικών νόμων»). Ως θεμέλιο των νομοθετικών επεμβάσεων, για την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών μπορεί να γίνει δεκτός ο Αγροτικός Κώδικας. Είναι γνωστό ο κώδικας αυτός έχει υποστεί ευάριθμες τροποποιήσεις ρυθμίσεων, συμπληρώσεις διατάξεων, καταργήσεις κανόνων δικαίου, αλλά και επαναφορές νομοθετικών επιλογών, πολλές φορές με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα. Χωρίς αμφιβολία, η όλη εικόνα εμφανίζει μερική, αλλά και κυμαινόμενη έλλειψη σαφήνειας, αλλά και χαρακτηριστική ανακρίβεια. Είναι ένα βασικό νομοθέτημα του Εποικιστικού Δικαίου. Απαρτίζεται από 318 άρθρα, κατανεμημένα σε πέντε μέρη. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο «Αποκατάστασις ακτημόνων επί απαλλοτριωμένων κτημάτων» (άρθρα 1-139), το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο «Αποκατάστασις επί κτημάτων της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων» (άρθρα 140-188), το τρίτο μέρος έχει τον τίτλο «Γενικαί διατάξεις» (άρθρα 189-286), το τέταρτο μέρος φέρει τον τίτλο «Ειδικαί κατηγορίαι κτημάτων» (άρθρα 287-307) και τέλος πέμπτο μέρος έχει τον τίτλο «Διατάξεις προσωπικού» (άρθρα 308-318).
  18. Α.Ν 1832/1951 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της Αγροτικής Νομοθεσίας».
  19. Ν. 2148/1952  της  3/4  Ιουνίου  1952  «Περί  τροποποιήσεως  του  νόμου 3250/1924 ΄΄περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων΄΄»
  20. ΝΔ 2185/1952 της 15/15 Αυγούστου 1952 «Περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως κτημάτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων».
  21. Ν. 2258/1952 της 7/7 Οκτωβρίου 1952 «Περί επισπεύσεως της οριστικής διανομής εποικισθεισών υπό της τέως Ε.Α.Π. περιοχών και διαλύσεως ιδιόρρυθμων τινών εμπραγμάτων σχέσεων και άλλων τινών διατάξεων».
  22. ΝΔ 2535/1953  «Περί  καθορισμού  τιμήματος  αποστραγγισθεισών  3621 γαιών και άλλων τινών διατάξεων, αφορωσών εις τας γαίας ταύτας».
  23. ΝΔ 2536/1953 «Περί επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών».
  24. Ν. 3194/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της ΄΄περί ταμείων Εφέδρων Πολεμιστών Κρήτης κειμένης Νομοθεσίας και άλλων τινων τάξεων της Εποικιστικής Νομοθεσίας΄΄». Έναρξη ισχύος 22-4-1955.
  25. Ν. 3621/1956 «Περί παρατάσεως του ενοικιοστασίου βοσκών, τροποποιήσεως της περί αυτού νομοθεσίας και της περί αποκαταστάσεως στην κτηνοτρόφων τοιαύτης και άλλων διατάξεων».
  26. ΝΔ 3713/1957 (άρθρο 23).
  27. ΝΔ 3958/1959   «Περί   τροποποιήσεως   και   συμπληρώσεως   των   περί οριστικών παραχωρητηρίων των κλήρων διατάξεων της Εποικιστικής Νομοθεσίας κυρώσεως πράξεων τίνων του Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων τινών διατάξεων».
  28. ΝΔ 31.7.1962.
  29. Ν. 4452/1965 «Περί επικυρώσεως ανωμάλων δικαιοπραξιών επί γεωργικών κλήρων και παρατάσεως προθεσμιών τινών της Αγροτικής Νομοθεσίας».
  30. Α.Ν. 431/1968 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της εν γένει εποικιστικής Νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων». Με τον αναγκαστικό αυτό νόμο εισάγονται σημαντικότατες ρυθμίσεις γενικά, για τις εποικιστικές σχέσεις.
  31. ΝΔ 1189/1972 «Περί εκδόσεως οριστικών τίτλων κυριότητος των κατά τας διατάξεις της Αγροτικής Εποικιστικής Νομοθεσίας αποκατασταθέντων κληρούχων απάντων των αγροκτημάτων και Συνοικισμών».
  32. ΝΔ 216/1973 «Περί διαχειρίσεως και βελτιώσεως των βοσκοτόπων».
  33. ΝΔ 174/1974 «Περί αντικαταστάσεως διατάξεων τινών και συμπληρώσεως του ΝΔ 1189/1972 ΄΄περί εκδόσεως οριστικών τίτλων κυριότητος των κατά τις διατάξεις της Αγροτικής Εποικιστικής Νομοθεσίας αποκατασταθέντων κ.λπ.΄΄».
  34. ΝΔ 130 της 31-10/1-11-1974 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων αποστραγγιθεισών λίμνης Βοϊβηίδος (Κάρλας)».
  35. ΝΔ 351/1976 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 130/1974 ΄΄Περί ρυθμίσεως θεμάτων  αποστραγγισθεισών  λίμνης  Βοϊβηίδος  (Κάρλας)  και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων΄΄».
  36. Ν. 634/1977  «Περί  καταργήσεως  του  Ειδικού  Ταμείου  Εποικισμού, θεσπίσεως και απαλλαγής εκ του όρου μεταβιβάσεως γεωργικών ή κτηνοτροφικών εκτάσεων, ρυθμίσεως θεμάτων αρμοδιότητος Υπουργείου Γεωργίας και άλλων τινών διατάξεων».
  37. Ν. 666/1977 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων Εποικιστικής Νομοθεσίας και άλλων τινών διατάξεων».
  38. Ν. 674/1977 «Περί αναδασμού της γης και μεγεθύνσεως των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και άλλων τινών διατάξεων».
  39. Ν. 994/1979 «Περί ρυθμίσεως θεμάτων και διαθέσεως των αποστραγγισθεισών γαιών, ελών Λυσμαχίας και Τριχωνίδος και άλλων τινών διατάξεων».
  40. Ν. 1341/1983 «Κατάργηση των διατάξεων του Ν.Δ/τος 130/1974 ΄΄περί ρυθμίσεως θεμάτων αποστραγγισθεισών γαιών λίμνης Βόιβηίδος (Κάρλας)΄΄ και του Ν. 351/1976 ΄΄περί τροποποιήσεως του Ν.Δ. 130/1974 και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων΄΄ και άλλες διατάξεις».
  41. Π.Δ 24.4.85 «Δικαιούχοι αγροτικών οικοπέδων, διαδικασία και κριτήρια του προσδιορισμού τους».
  42. Ν. 1644/1986   «Ρύθμιση   ειδικών   εποικιστικών   θεμάτων   και   άλλες διατάξεις». Ο νόμος αυτός αποσκοπεί, όπως εκτίθεται στην εισηγητική του έκθεση, στη ρύθμιση ορισμένων συγκεχυμένων πραγματικών και νομικών καταστάσεων, που δημιουργήθηκαν από την πλημμελή εφαρμογή της εποικιστικής νομοθεσίας και στην όσο   γίνεται   ρεαλιστική   λύση   των   σχετικών   ζητημάτων   με   τις   απλούστερες διαδικασίες.
  43. Ν. 1892/1990
  44. Ν. 2836/2000
  45. Ν. 3147/2003 «Ρύθμιση θεμάτων αγροτικής γης, επίλυση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθισταμένων   κτηνοτρόφων   και   άλλες   διατάξεις». Εισάγει δεσπόζουσες ρυθμίσεις. Μεταξύ άλλων, επιφέρει όχι μόνο τροποποιήσεις σε διατάξεις του ΑγρΚ, αλλά και καταργήσεις διατάξεών του.
  46. Ν.3399/2005 «Ρυθμίσεις θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων -Προσαρμογή στη  νέα  Κ.Α.Π  και  άλλες διατάξεις».
  47. ΥΑ 5618/2006 «Παράταση προθεσμίας επικύρωσης ανώμαλων δικαιοπραξιών. Λήξη: 18-10-1009».
  48. ΠΟΛ 1143/2006. Κοινοποίηση των διατάξεων της με αριθ. 5618/3-11-2006 απόφασης των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (Παράταση του χρόνου για την υποβολή δήλωσης μεταβίβασης ακινήτων στις περιπτώσεις επικύρωσης ανωμάλων δικαιοπραξιών).
  49. Αποφ. ΠΟΛ/20 ΠΟΛ.1020/07-02-06 «Παράταση υποβολής δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτων».
  50. Ν. 3698/2008 «Ρυθμίσεις θεμάτων κτηνοτροφίας και άλλες διατάξεις».
  51. Ν. 3852/2010 «Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης – Πρόγραμμα Καλλικράτης (άρθρο 186 υπό ΖII αριθμ.7).
  52. Ν. 4061/2012 «Διαχείριση και προστασία ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων   –   Ρύθμιση   εμπραγμάτων   δικαιωμάτων   και   λοιπές διατάξεις».

Η παραχώρηση από το Δημόσιο εκτάσεων, για αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, σε συνδυασμό με την αναγκαστική απαλλοτρίωση εκτάσεων, για εγκατάσταση σε αυτές ακτημόνων καλλιεργητών, γηγενών ή προσφύγων, πραγματοποιούνταν στη βάση ενός πολύπλοκου και  ιδιαίτερου νομικού μηχανισμού. Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται η προστασία – αποκατάστασή τους, η λήψη μέτρων, για την παραμονή τους στους κλήρους, καθώς και η επωφελέστερη εκμετάλλευση των ακινήτων, αποφεύγοντας τον κατακερματισμό τους.

Τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της εποικιστικής  νομοθεσίας  είναι:

α) Η γενική αρχή της μη κατάτμησης των κληροτεμαχίων

Η κατάτμηση των αγροτικών εκτάσεων αποδοκιμάζεται από την έννομη  τάξη. Ειδικότερα, αποδοκιμάζεται το φαινόμενο της κατατμημένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας.  Η  αποδοκιμασία  αυτή  διατυπώνεται  σε  συνταγματικό  επίπεδο,  στο άρθρο 18 παρ. 4 Συντ. 1975, σύμφωνα με το οποίο «Επιτρέπεται … η λήψη μέτρων για την αποφυγήν της υπέρμετρης κατάτμησης ή για διευκόλυνση της ανασυγκρότησης της κατατμημένης μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας». Κάθε διάθεση των κλήρων (λ.χ. γαιών, οικοπέδων) διέπεται από την αρχή της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής (άρθρο 1 παρ. 1 α.ν. 431/1968). Η αρχή αυτή, γνωστή και ως αρχή της απαγορεύσεως της κατατμήσεως ίσχυε και υπό το καθεστώς του ΑγρΚ (1949), στο άρθρο 208, παρ. 1, του οποίου οριζόταν μεταξύ άλλων ότι «… οι κλήροι δύνανται να εκποιώνται ή οπωσδήποτε να διατίθενται, διά πράξεων εν ζωή κατά ακέραια τεμάχια της οριστικής διανομής …». Σκοπός της απαγορεύσεως αυτής είναι, μεταξύ άλλων, η επωφελέστερη εκμετάλλευση των κληροτεμαχίων. Η γενική αρχή της μη κατατμήσεως των κλήρων ισχύει και μετά το θάνατο του κληρούχου. Καταλαμβάνει  και  τη  διάθεση  κληροτεμαχίων  με  διαθήκη.  Έτσι,  αν  με  διαθήκη γίνεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου σε χωριστά τμήματα και καθένα από αυτά καταλείπεται σε διαφορετικούς κληρονόμους η διανεμητική ρήτρα είναι άκυρη. Η προηγούμενη απαγόρευση της κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής ισχύει όχι μόνο όταν γίνεται από τον κληρούχο, αλλά και από τους διαδόχους του, κατά συνέπεια ισχύει και για κάθε παραπέρα μεταβίβαση.

Η απαγόρευση της κατατμήσεως  έχει  ως  αντικείμενο  όχι  μόνο  τον  κατά  κυριότητα  τεμαχισμό  του κλήρου, αλλά και τον κατά νομή τεμαχισμό του. Πρόκειται, για μια ρύθμιση, που απομακρύνεται από το ΑΚ 993, κατά το οποίο είναι δυνατή η νομή σε μέρος πράγματος. Κάθε πρόσκρουση στην αρχή, που απαγορεύει την κατάτμηση κλήρων συνεπάγεται  την  ακυρότητα  της  σχετικής  δικαιοπραξίας.

Η  απαγόρευση  της κατατμήσεως σε επίπεδο νομής επιφέρει τις εξής έννομες συνέπειες:

  • Είναι ανεπίτρεπτη η κτήση της κυριότητας σε μέρος του κλήρου από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, ο  τρίτος  που  επιλαμβάνεται  τη  νομή  μέρους  του κλήρου, ακριβέστερα τη μη δικαιωματική κατοχή τμήματος του κληροτεμαχίου και όχι ολόκληρου του κλήρου δεν προστατεύεται ούτε κατά του νομέα του όλου ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου, σε περίπτωση που αυτός ο τρίτος αποβάλλεται από το τμήμα του κλήρου που νεμόταν, «… γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή  προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση …». Όταν λοιπόν ο νομέας ολοκλήρου κληροτεμαχίου αποβάλλεται από τμήμα αυτού, πρόδηλο είναι, ότι δικαιούται της κατά τα άρθρα 984 και 987 ΑΚ προστασίας της νομής του, γιατί έτσι ανακτά την νομή του όλου και δεν επέρχεται με την αποβολή αυτού, που το κατέλαβε, κατάτμηση της νομής του όλου και
  • Είναι ανεπίτρεπτη η άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου, λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής (ΑΚ 272). Αλλιώς στην ουσία παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου. Κατ’ εξαίρεση, όμως, δεν ισχύει ο παραπάνω περιορισμός πλην άλλων και στην περίπτωση, που πρόκειται για οικοπεδικούς κλήρους (άρθρο 1 παρ. 2 περ. Αδ΄ α.ν. 431/1968), επί των οποίων επιτρέπεται η κατάτμηση και η κτήση κυριότητας τμήματος αυτών, χωρίς μάλιστα την προϋπόθεση να είναι όλα τα προκύπτοντα τμήματα άρτια και οικοδομήσιμα, δεδομένου, ότι η προϋπόθεση αυτή  προστέθηκε με το άρθρο 1 ν. 666/1977 μόνο στην  περίπτωση  Αβ΄  του  παραπάνω  άρθρου  και  συνεπώς  αφορά  μόνο  τους αγροτικούς  κλήρους,  που  ευρίσκονται  μέσα  σε  εγκεκριμένα  ρυμοτομικά  σχέδια πόλεων ή χωριών.

β) Η  πλασματική καλόπιστη νομή

Οι κληρούχοι από της εγκατάστασής τους στον κλήρο θεωρούνται κατά πλάσμα του Νόμου, κατ’ άρθρο 79 παράγραφος 2 του Αγροτικού  Κώδικα, καλής πίστεως νομείς και αν ακόμη δεν κατείχαν πραγματικά τον κλήρο και δεν άσκησαν διακατοχικές πράξεις προστατεύονται δε από κάθε διατάραξη ή αποβολή είτε διοικητικά είτε δικαστικά, με τα περί νομής παραγγέλματα και τις περί νομής αγωγές, βάσει των άρθρων 984, 987 και 989 αυτού. Έτσι, κατά το χρονικό διάστημα, από την εγκατάσταση του δικαιούχου στον κλήρο, μέχρι τη μεταγραφή του παραχωρητηρίου, ο κληρούχος, που έχει την προσδοκία απόκτησης του δικαιώματος κυριότητας, προστατεύεται  έναντι  των  τρίτων,  οι  οποίοι  παράνομα  τον  διαταράσσουν  ή  τον αποβάλλουν από την πλασματική νομή.

Κατά συνέπεια τρίτος δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα με χρησικτησία, για την οποία απαιτείται νομή, την οποία δεν επιτρεπόταν να έχει ο τρίτος. Γι’ αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την, από το άρθρο 249 ΑΚ, ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Την αυτή δε, ως άνω επί του κλήρου, πλασματική νομή έχουν, κατ’ επέκταση και οι κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου, διότι με τις ως άνω διατάξεις ο νομοθέτης απέβλεψε και στην προστασία αυτών των προσώπων.

Η θεωρία διχάσθηκε, η νομολογία όμως πάγια δέχεται, ότι η προστασία αυτή εκτείνεται και στους κληρονόμους του κληρούχου. ΑΠ 613/2012 γίνεται δεκτό στο σκεπτικό  της απόφασης ότι: Από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα (βδ/μα 29.10/6-12-1949) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και εκείνες των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, προκύπτει, ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ` αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε πλάσμα ισχύει και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου για την ταυτότητα του νομικού λόγου.

Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 τα ανωτέρω δεν ισχύουν και ο κληρούχος πρέπει να κατέχει πραγματικά τον κλήρο, που είναι δεκτικός κυριότητας με χρησικτησία. Πλέον, μετά την συμπλήρωση της 20ετίας από της εκδόσεως του α.ν.  431/1968 (23-5-1968), το άρθρο  79 παρ. 2 του Αγρ. Κώδικα δεν ισχύει και ο τρίτος, αν κατέχει τον κλήρο, αποκτά την νομή και συνεπακόλουθα την κυριότητα αυτού. Ευνόητο είναι, ότι τα ως άνω δεν εξαρτώνται από το κατά πόσο κύριος του κλήρου είναι ακόμη το Δημόσιο ή είναι ο ήδη κληρούχος, καθώς και ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα της πλασματικής νομής του κληρούχου επί του κλήρου έχει παύσει να είναι νομέας αυτού το Δημόσιο.

γ) Κυριότητα και νομής

Οι έννοιες της «κυριότητας» και «νομής» του Αστικού Κώδικα χρησιμοποιούνται στις διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας και των νόμων, βάσει των οποίων περιήλθαν, με τρόπο, που δεν ανταποκρίνεται στους ορισμούς του Αστικού Κώδικα, δημιουργώντας ερμηνευτικά ζητήματα σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων αυτών και τον φορέα τους.

Η κυριότητα των κληρούχων επί του κλήρου αποκτάται κατ’ άρθρο 189 Αγρ.  Κώδικα  από  την  δημοσίευση  στο  Φ.Ε.Κ.  της  απόφασης    του  Υπουργού Γεωργίας και όχι από της εκδόσεως και μεταγραφής του τίτλου κυριότητας. Για κληροτεμάχια στις παραμεθόριες όμως περιοχές η κυριότητα αποκτάται από της εκδόσεως και μεταγραφής του τίτλου κυριότητας. Ο τίτλος εκδίδεται και μετά τον θάνατο του κληρούχου.

Η μη έκδοση, για πολλά χρόνια, του τίτλου κυριότητας επέτρεψε να καταρτίζονται εγκύρως προσύμφωνα πωλήσεως, υπό την αίρεση της άρσεως των περιορισμών  του  Αγρ.  Κώδικα  ή την αίρεση  της εκδόσεως  του  τίτλου  ή ακόμη προσύμφωνα  πωλήσεως  κληροτεμαχίου  διά  κατατμήσεως,  αφού  επρόκειτο  για υποσχετικές και όχι εκποιητικές δικαιοπραξίες και αφού η μεταγενέστερη διά νόμου επικύρωσή τους ήταν  βέβαιη.

Η καθιερωθείσα, συνοπτική – και μόνο για τις παραβάσεις του Αγροτικού Κώδικα ειδικά – εξαιρετική διαδικασία της, ενώπιον του Ειρηνοδίκη, επικύρωσης των προσυμφώνων ή ιδιωτικών συμφωνητικών, δικαιοπραξιών που καλούνται    «ανώμαλες»,  που  ερείδεται  στη  βασική  διάταξη  του  άρ.15  του  ν.3958/1959, η οποία με τις αλλεπάλληλες παρατάσεις της προσέλαβε διαχρονική ισχύ. Να σημειωθεί, ότι η επικύρωση έχει αναδρομική ισχύ, ισχύει ex tunc το δε κατατμηθέν ακέραιο κληροτεμάχιο παύει να έχει τη νομική ιδιότητα του ακεραίου και δεν διέπεται από τις διατάξεις της εποικιστικής νομοθεσίας, διότι τελικά έχουμε ειδική διαδοχή, ενώ ο Αγρ. Κώδικας προστατεύει μόνον τον αρχικό κληρούχο και κατά την νομολογία και τους κληρονόμους του  κληρούχου.

δ) Υποθήκη – Κατάσχεση – πλειστηριασμός κλήρου

Κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του α.ν. 431/1968, επιτρέπεται εγγραφή υποθήκης, επί του κλήρου, μετά τη μεταγραφή του οριστικού τίτλου κυριότητας. Δεν απαιτείται δηλαδή και εξόφληση του τυχόν οφειλομένου, προς το Δημόσιο, τιμήματος. Στην περίπτωση κατασχέσεως ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή, τηρείται μόνο ο περιορισμός της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Για την κατάσχεση από μη ενυπόθηκο δανειστή τηρούνται οι, περί εκποιήσεως δικαιοπραξιών εν ζωή, διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του α.ν. 431/1968, υπό τον όρο της μη κατατμήσεως του κλήρου. Εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις μεταβιβάσεως, η κατάσχεση είναι αυτοδικαίως, κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 1 του α.ν   431/1968, άκυρη, όπως και κάθε δικαιοπραξία εκποιήσεως κλήρου, για παράβαση ουσιαστικού κανόνα. Η έγκυρη δε κατάσχεση δεν είναι ουσιαστική, αλλά διαδικαστική προϋπόθεση, για το κύρος των διαδικαστικών πράξεων, που επακολουθούν. Η αυτόματη – αυτοδίκαιη αυτή ακυρότητα πρέπει να προταθεί μέσα στα χρονικά όρια του άρθρου 934 παρ. 3 ΚπολΔ, διαφορετικά οι εκτελεστικές πράξεις είναι απρόσβλητες.  Κατ’ άλλη  άποψη, η εξουσία προς διάθεση αποτελεί ουσιαστική και όχι διαδικαστική προϋπόθεση της κατασχέσεως και του πλειστηριασμού και δεν  είναι δυνατό να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ. Ο πλειστηριασμός είναι δικονομικά έγκυρος, χωρίς όμως να παράγει ουσιαστικές συνέπειες, δηλ. τη μεταβίβαση του κατασχεθέντος στον υπερθεματιστή. Κατά τον Άρειο Πάγο, η παρέλευση της τρίμηνης, από τη μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως, αποκλειστικής προθεσμίας, χωρίς ο πλειστηριασμός να προσβληθεί για ακυρότητα καθιστά μεν αυτόν τυπικώς (εξωτερικώς) έγκυρο και απρόσβλητο, όχι όμως ικανό, κατά το ουσιαστικό δίκαιο να επιφέρει το έννομο αποτέλεσμα της μεταβιβάσεως της κυριότητος επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, το οποίο τυχαίνει να είναι κατά νόμο ακατάσχετο και αμεταβίβαστο. Με τη λύση αυτή ο υπερθεματιστής μένει απροστάτευτος, αφού ούτε με τακτική χρησικτησία, λ.χ. σε περίπτωση κατατμήσεως, μπορεί να αποκτήσει κυριότητα.

Η κτήση κυριότητας με χρησικτησία σε κλήρο στηρίζεται αφενός στις γενικές διατάξεις, για τη χρησικτησία του Αστικού Κώδικα, αφετέρου σε ειδικές διατάξεις του Εποικιστικού Δικαίου. Όπως εκτέθηκε, για την προστασία του κλήρου, ο κληρούχος με την παρ. 2 του άρθρου 79 Αγρ.Κ.43 θεωρείται ως καλής πίστεως νομέας, ακόμα και αν δεν κατέχει τον κλήρο και ότι η προστασία αυτή εκτείνεται και στους κληρονόμους του κληρούχου, όχι όμως και στους ειδικούς διαδόχους αυτού.

Άμεση συνέπεια της αδυναμίας κτήσης νομής είναι και η αδυναμία εφαρμογής οποιασδήποτε μορφής χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, σε κλήρο. Επίσης στο πεδίο του κληρονομικού δικαίου «την ίδια πλασματική επί του κλήρου νομή του κληρούχου έχουν και οι κληρονόμοι του». Αυτό σημαίνει ότι, εφόσον και οι κληρονόμοι έχουν αποκλειστική καλής πίστης νομή, δεν επιτρέπεται και στην περίπτωσή τους κτήση νομής από τρίτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα οι όποιες πράξεις κατοχής του κλήρου από αυτόν να συνιστούν μη δικαιωματική κατοχή.

Ο δρόμος όμως, για την κτήση της κυριότητας του κληροτεμαχίου με χρησικτησία, από μη κληρούχο τρίτο, άνοιξε με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 1 Α.Ν 431/1968. Ειδικότερα, μετά τη νομοθετική μεταβολή, που επήλθε στον ΑγρΚ με τον α.ν. 431/1968, από τις 23-5-1968 (ημέρα ενάρξεως της ισχύος του) οι κληρονόμοι (και οι κληροδόχοι) του κληρούχου, που αποκαταστάθηκε έπαυσαν να θεωρούνται κατά πλάσμα του νόμου αποκλειστικοί νομείς του κλήρου, αλλά θεωρούνται νομείς του, εφόσον πράγματι συντρέχουν οι όροι κτήσης της νομής κατά τον Αστικό Κώδικα. Κατά τη διάταξη αυτή επιτρέπεται στον κληρούχο η εκποίηση και διάθεση του κλήρου, υπό μόνο τον περιορισμό, της μη κατατμήσεως των ακεραίων τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατό να λειτουργήσει ο θεσμός της χρησικτησίας, είτε υπέρ του νομέα κληρούχου (προκειμένου να αποκτήσει κυριότητα στον κλήρο, αν δεν την έχει) είτε αν τρίτος αποκτήσει τη νομή του κλήρου σε βάρος του νομέα κληρούχου, αν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λοιποί όροι της χρησικτησίας. Επομένως, μετά την ισχύ του παραπάνω νόμου ο κληρονόμος του κληρούχου μπορεί να χάσει την κυριότητα σε ολόκληρο τον κλήρο, αν τρίτο πρόσωπο την αποκτήσει με τα προσόντα της χρησικτησίας . Ο τίτλος μπορεί να εκδόθηκε και να μεταγράφηκε οποτεδήποτε. Διότι, για τη μεταβίβαση του κλήρου από τον κληρούχο, απαιτείται να έχει εκδοθεί και μεταγραφεί ο τίτλος κατά τον Α.Ν.431/1968.

Για την απόκτηση όμως του κλήρου με χρησικτησία από τρίτο, ο τίτλος είναι αδιάφορο πότε εκδόθηκε, αφού ο κληρούχος τυγχάνει κύριος από της κυρώσεως της οριστικής διανομής κατ’ άρθρο 189 του Αγροτικού Κώδικα. Ειδικότερα όμως, μετά την επελθούσα νομοθετική μεταβολή με τον α.ν. 431/1968 η άσκηση νομής χρησικτησίας σε κληροτεμάχιο, που βρίσκεται σε παραμεθόρια περιοχή από κληρονόμο του κληρούχου ή από τρίτο δεν είναι δυνατή πριν από την έκδοση από την αρμόδια αρχή και μεταγραφή του οικείου οριστικού τίτλου κυριότητας. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. Δ/τος 1189/1972 και τις προ της ισχύος αυτού διατάξεις του άρθρου 196 του Αγροτικού Κώδικος, όπως τούτο αντικατεστάθη με το άρθρο 77 του ν. δ/τος 2185/1952 και συνεπληρώθη υπό του άρθρου 64 του ν. δ/τος 3149/1955, προκύπτει ότι προκειμένου περί κλήρων κειμένων στις υπό του νόμου 1336/1938 καθοριζόμενες παραμεθόριες περιοχές η κυριότητα τούτων περιέρχεται στους κληρούχους, οι οποίοι αποκτούν αυτήν (κυριότητα) πάντοτε κατά τρόπο πρωτότυπο και όχι ως διάδοχοι του παραχωρούντος τον τίτλο Ελληνικού Δημοσίου, όχι από την δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας ή του αρμοδίου Γενικού Διοικητού, για την κύρωση της οριστικής διανομής, όπως ορίζει η γενική διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1, 2 και 3 του Αγροτικού Κώδικος (αρθρ. 1 παρ. 1, 2 και 9 του α.ν. 1722/1939), αλλά μόνον από και διά της μεταγραφής του εκδοθέντος από την αρμοδία αρχή οριστικού τίτλου (παραχωρητήριο).

Ωστόσο η αρχή της μη κατατμήσεως του κλήρου συνεπάγεται την απαγόρευση κατατμήσεως όχι μόνο σε σχέση με την κυριότητα, αλλά και σε επίπεδο νομής.Αυτό σημαίνει, ότι είναι ανεπίτρεπτη η κτήση κυριότητας σε τμήμα κλήρου από τρίτο (βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία). Σε κάθε περίπτωση, είτε πριν είτε μετά τον α.ν. 431/1968, το τμήμα κλήρου δεν είναι δεκτικό νομής από τρίτον και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας σε τέτοιο τμήμα κλήρου με έκτακτη χρησικτησία.

Στην αρχή της μη κατατμήσεως του κλήρου εισάγονται ευάριθμες εξαιρέσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, για τις οποίες δεν ισχύει ο περιορισμός της μη κατατμήσεως του κλήρου, είναι δυνατή η κτήση της νομής σε τμήμα του κλήρου, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Αυτό ισχύει στην ενδεικτική περίπτωση των οικοπεδικών κλήρων. Πράγματι σε αυτούς είναι δυνατή η κτήση νομής από τρίτο πρόσωπο σε τμήμα του οικοπεδικού κλήρου, εφόσον δεν ισχύει η απαγόρευση κατατμήσεως. Αυτή η νομή μπορεί να επιφέρει την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε τμήμα του οικοπεδικού κλήρου. Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 2 του ν.δ/τος 690/1948, η οποία, καταργηθείσα με το άρθρο 3 παρ. 1 του α.ν. 625/1968, επαναφέρθηκε σε ισχύ με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.651/1977 “απαγορεύεται η μεταβίβαση της κυριότητας οικοπέδων επαγόμενη τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, είτε κατά το ελάχιστο εμβαδόν είτε κατά το ελάχιστο πρόσωπο ή το βάθος”, κατά δε τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου “πάσα δικαιοπραξία εν ζωή ή αιτία θανάτου, έχουσα αντικείμενο απαγορευμένη κατά τις προηγούμενες παραγράφους μεταβίβαση κυριότητας, είναι αυτοδικαίως και εξ υπαρχής απολύτως άκυρη”. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις συνάγεται, ότι μόνο η δικαιοπραξία με την οποία μεταβιβάζεται οικόπεδο και εξαιτίας της οποίας δημιουργούνται μη άρτια οικόπεδα είναι άκυρη. Επομένως δεν αποκλείεται από τις διατάξεις αυτές η απόκτηση από τρίτο της κυριότητας επί τμήματος οικοπέδου με χρησικτησία, έστω και αν αυτή επάγεται τη δημιουργία οικοπέδων μη αρτίων, αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για μεταβίβαση με δικαιοπραξία, υπό την αυτονόητη βεβαίως προϋπόθεση, ότι το Δημόσιο έχει αποξενωθεί από την κυριότητα του κλήρου με νόμιμο τρόπο, αφότου και τρέχει ο χρόνος υπολογισμού της χρησικτησίας.

Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του πιο πάνω Α.Ν.431/1968, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 666/1977, κατ` εξαίρεση δεν ισχύει ο περιορισμός της μη κατάτμησης, και “επί κλήρων επί των οποίων σκοπείται η δημιουργία τουριστικών εγκαταστάσεων, μετά προηγουμένην έγγραφην γνώμην του ελληνικού οργανισμού τουρισμού (Ε.Ο.Τ) περί του σκόπιμου της δημιουργίας των“. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4061/2012 είναι πλέον δυνατή η χρησικτησία σε τμήμα κλήρου από τρίτο, διότι με την κατάργηση του αναγκαστικού νόμου 431/1968, αίρονται οι περιορισμοί στις μεταβιβάσεις κληροτεμαχίων και επιτρέπεται η κατάτμησή τους, σύμφωνα με τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις.

Ανώμαλη δικαιοπραξία είναι κάθε δικαιοπραξία, με την οποία μεταβιβάζονται γεωργικοί  κλήροι,  οικόπεδα  ή  οικήματα,  κατά  παράβαση  των  διατάξεων  της αγροτικής νομοθεσίας, που διέπουν τους περιορισμούς των μεταβιβάσεων κλήρων με εν ζωή πράξεις. Η ανώμαλη δικαιοπραξία είναι κυρίαρχος θεσμός του Εποικιστικού δικαίου εδώ και ένα αιώνα. Το ζήτημα της επικυρώσεως ανώμαλων δικαιοπραξιών συνέχεται με τα εξής δύο θέματα: Αφενός με τη μεταβίβαση κλήρων, αφετέρου με τη συμμόρφωση προς την απαγόρευση κατατμήσεως. Η διάθεση των κλήρων ίσχυε ως γενική αρχή, συνοδευόταν όμως, όπως προεκτέθηκε από σημαντικούς περιορισμούς, κυρίως υπό μορφή απαγορεύσεως της κατατμήσεως των  κλήρων ή ακόμη και από ειδικές απαγορεύσεις ενδεικτικά.

Οι περιορισμοί στην διάθεση των κλήρων δεν τηρούνταν σε μεγάλο βαθμό, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν την Πολιτεία σε μία σειρά μέτρων, με τα οποία θεραπεύονταν η μη τήρηση των περιορισμών. Στα μέτρα αυτά συγκαταλέγονταν:

α) η εκ του νόμου κύρωση ορισμένων παράνομων μεταβιβάσεων γεωργικών κλήρων ή οικοπέδων,

β) η απόφαση του αρμόδιου Ειρηνοδίκη, για επικύρωση συγκεκριμένων δικαιοπραξιών και

γ) η σύναψη οριστικών συμβολαίων, σε εκπλήρωση υποχρεώσεων μεταβιβάσεως κλήρων από προσύμφωνα, που παραβίαζαν τους παραπάνω περιορισμούς.

Οι ανώμαλες δικαιοπραξίες εντοπίζονται κατά κανόνα σε δύο φάσεις:

α) Πρώτη φάση είναι αυτή, που εξελίσσεται μέχρι την επικύρωσή τους. Η φάση αυτή ανάλογα με τον τρόπο της επικυρώσεως, μπορεί να διαρκεί, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις, που είναι απαραίτητη η έκδοση δικαστικής αποφάσεως. Κατά τη διάρκεια του παραπάνω σταδίου και όσο εκκρεμεί η έκδοση  της  δικαστικής  αποφάσεως,  η  ανώμαλη  δικαιοπραξία  είναι  άκυρη  και συνεπώς δεν παράγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες απέβλεψαν τα μέρη.

β) Δεύτερη φάση είναι αυτή μετά την επικύρωση. Στη φάση αυτή η ανώμαλη δικαιοπραξία, λόγω της επικυρώσεως, είναι έγκυρη δικαιοπραξία και παράγει πλήρως τις έννομες συνέπειες, στις οποίες απέβλεψαν τα μέρη.

Οι βασικές διατάξεις, που ρυθμίζουν την επικύρωση των ανώμαλων δικαιοπραξιών  ενυπάρχουν στο ν.δ. 3958/1959. Πριν από τον ν. 3958/1959 οι ρυθμίσεις των ανώμαλων δικαιοπραξιών ανατρέχουν στο άρθρο 4 του ν. 4306/1929 «Περί κυρώσεως του από 26 Αυγούστου 1925 Ν.Δ. “Περί κυρώσεως ανώμαλων δικαιοπραξιών επί ακινήτων εν ταις νέας χώρας”».

Με απόφαση του Ειρηνοδικείου, που δικάζει, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας επικυρώνονται δικαιοπραξίες, που καταρτίστηκαν, κατά παράβαση των διατάξεων της Αγροτικής Νομοθεσίας, ως προς τους περιορισμούς της, εν ζωή, μεταβίβασης κλήρων. Ειδικότερα, προκειμένου περί μεταβιβάσεως της κυριότητας αγροτικού κλήρου, η οποία έγινε κατά παράβαση το μεν των ανωτέρω διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα, το δε των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 369 και 1192 επ. Α.Κ., δηλαδή με ιδιωτικό έγγραφο και όχι με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού, η απόφαση του Ειρηνοδίκη, με την οποία επικυρώνεται η εν λόγω μεταβίβαση, θεραπεύει μόνο τις θεσπιζόμενες από τον Αγροτικό Κώδικα, όχι όμως και τις πέραν τούτων λοιπές ακυρότητες, όπως την ακυρότητα από την έλλειψη της κυριότητας του πωλητή, επί του μεταβιβασθέντος ακινήτου ή από την έλλειψη αφενός μεν του νομίμου τίτλου (συμβολαιογραφικού εγγράφου), αφετέρου δε της μεταγραφής του και ως εκ τούτου η επικύρωση δεν συνεπάγεται τη μεταβίβαση έκτοτε κατά τρόπο παράγωγο της κυριότητας του γεωργικού κλήρου και δεν καθιστά το ιδιωτικό αυτό έγγραφο νόμιμο τίτλο, για την αφετηρία της χρησικτησίας, αλλά προσδίδει όμως στην άσκηση νομής, με βάση αυτό, στον κλήρο από τον αγοραστή, το χαρακτήρα  της  καλόπιστα  ασκούμενης νομής.

Για την επικύρωση ανώμαλης δικαιοπραξίας με δικαστική απόφαση, κατατίθεται το σχετικό δικόγραφο της αίτησης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου   της   τοποθεσίας   του   ακινήτου,   που   δικάζει   με   τη διαδικασία   της   εκούσιας   δικαιοδοσίας   (άρθρα   741   έως   781   του ΚΠολΔ). Σημειωτέων ότι υπό την ισχύ του νΚΠολΔ (μετά την τροποποίηση του Ν.4335/2015) δεν νοείται προφορική άσκηση της αίτησης , όπως συνέβαινε στο παρελθόν.

Για  το  ορισμένο  της  αίτησης,  πρέπει  αυτό  να  περιέχει  τα καθοριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 747 παρ. 2 του ΚΠολΔ στοιχεία. Αιτών είναι εκείνος προς   τον   οποίο   έγινε   η   υπό   επικύρωση μεταβίβαση ή οι κληρονόμοι του.

Σε αντίθεση με τις γνήσιες υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας , στις οποίες ελλείπει το στοιχείο της διένεξης, η εν λόγω αίτηση στρέφεται κατά του μεταβιβάσαντος κληρούχου ή των   κληρονόμων του, την κλήτευση   των   οποίων,   όπως   και   παντός   τρίτου   έχοντος   έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει σε κάθε περίπτωση ο αρμόδιος Ειρηνοδίκης (άρθρο 748 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Σε περίπτωση που άλλος είναι  ο  νόμιμος  κληρούχος  και  άλλος  ο  «ανωμάλως»  μεταβιβάσας κατόπιν ειδικής διαδοχής, θα πρέπει να καλούνται αμφότεροι να συμμετέχουν στη δίκη.

Επί ποινή απαραδέκτου  της αίτησης, αυτή πρέπει   να  συνοδεύεται από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 του Β.Δ. 13-9/6-10-1959 έγγραφα, δηλαδή :

  • Το ιδιωτικό έγγραφο για τη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου ή το μισθωτήριο ή το προσύμφωνο μεταβίβασης (δημόσιο ή ιδιωτικό),
  • βεβαίωση ότι κατεβλήθη το προς το Δημόσιο οφειλόμενο τίμημα του ακίνητου ή ότι δεν υφίσταται υποχρέωση καταβολής τέτοιου τιμήματος,
  • βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης Γεωργίας περί του αν ο κλήρος είναι ατομικός ή επίκοινος (οικογενειακός ή χήρας με τέκνα),
  • βεβαίωση του οικείου περιφερειακού γραφείου της Διεύθυνσης Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ή της ίδιας της Διεύθυνσης, στην οποία να εμφαίνονται τα τεμάχια της οριστικής διανομής  του  κλήρου,  με  ιδιαίτερη  επισήμανση των τεμαχίων, στα οποία αφορά η δικαιοπραξία και
  • αντίγραφο της υποβληθείσας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. δήλωσης φόρου μεταβίβασης ακινήτου, εκδιδόμενο από τον Προϊστάμενο αυτής. Πέραν αυτών όμως , θα πρέπει κατ΄άρθρο 5 παρ.1-2 του Ν.2308/1995 , εφόσον πρόκειται για κτηματογραφούμενη  περιοχή  και  για  το  διάστημα  μετά  την ανάρτηση  των  προσωρινών  κτηματολογικών  πινάκων  και διαγραμμάτων έως τις πρώτες εγγραφές να προσκομίζεται το οικείο πιστοποιητικό κτηματογραφούμενου ακινήτου. Εάν δε, πρόκειται για ακίνητο σε περιοχή , όπου πλέον λειτουργεί το Εθνικό Κτηματολόγιο, τότε κατ΄άρθρο 744 του νΚΠολΔ, ο Ειρηνοδίκης πρέπει να ζητά να προσκομισθεί το οικείο κτηματολογικό φύλλο και διάγραμμα , ώστε να μπορεί να διαγνώσει αν έχει ήδη προηγηθεί άλλη μεταβίβαση.

Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης κατά την ορισθείσα δικάσιμο δεν εμφανισθούν οι διάδικοι ή εμφανισθούν, πλην όμως δεν λάβουν κανονικά μέρος στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν ο αιτών δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση και εμφανισθεί ο καθού η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή παρέμβει , η συζήτηση προχωρεί σαν να είχε εμφανισθεί ο αιτών και ο Ειρηνοδίκης εξετάζει την ουσία της υπόθεσης.

Περαιτέρω,   ο   Ειρηνοδίκης   ελέγχει   για   το   κύρος   του   ιδιωτικού εγγράφου,  που προσκομίζεται, αν φέρει  υπογραφή του εκδότη του (άρθρο 432 σε συνδ. με 443 του ΚΠολΔ). Ωστόσο, το άρθρο  2 παρ. 5 Ν.   666/1977   περιέχει   ειδική   ρύθμιση   προκειμένου   περί   ιδιωτικών εγγράφων που δεν φέρουν την υπογραφή του αγράμματου εκδότη τους, αλλά  είτε  υπογράφηκαν  από  άλλο  πρόσωπο  κατ’  εντολή  του  εκδότη, είτε φέρουν, αντί για υπογραφή, άλλα σημεία, όπως λ.χ. σταυρό ή δακτυλικά αποτυπώματα, που τέθηκαν από τον εκδότη ενώπιον μαρτύρων, είτε συντάχθηκαν ενώπιον μαρτύρων οι οποίοι και τα υπέγραψαν. Σε σχέση με τα έγγραφα αυτά, προβλέπεται ότι αποτελούν αρχή έγγραφης απόδειξης υπό την προϋπόθεση ότι η δικαιοπραξία που εμφανίζεται σε αυτά επιβεβαιώνεται  και   από   το   γεγονός της   επί δεκαετία τουλάχιστον πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4061/2012, εγκατάστασης και άσκησης «δικαίων» νομής, με την εκμετάλλευση του ακινήτου, από αυτόν προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση.

Επίσης,  ο  αιτών  οφείλει,  κατά  το  άρθρο  15  παρ.  2  του  Ν.Δ.3958/1959, να αποδείξει τη βέβαιη χρονολογία του ιδιωτικού εγγράφου της  μεταβίβασης,  η  οποία  (βέβαιη  χρονολογία)  μπορεί  να  αποδειχθεί είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 446 του νΚΠολΔ, δηλαδή με τη θεώρηση του συγκεκριμένου εγγράφου από συμβολαιογράφο ή από άλλο  αρμόδιο  δημόσιο  υπάλληλο  ή  με  το  θάνατο  ενός  από  εκείνους που το υπέγραψαν ή με την αναφορά των ουσιωδών στοιχείων του σε δημόσιο έγγραφο ή με κάποιο άλλο ανάλογο τρόπο, είτε με πλήρη απόδειξη για την πραγματική εγκατάσταση αυτού (του αιτούντος) στον κλήρο και την εκ μέρους του άσκηση διακατοχικών πράξεων εκμετάλλευσης  του  ακινήτου.  Η  απόδειξη  στη  δεύτερη  περίπτωση μπορεί να γίνει με όλα τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή και με μάρτυρες και με ένορκες βεβαιώσεις. Σε κάθε περίπτωση ο Ειρηνοδίκης, έχοντας στη  «φαρέτρα»  του   τις   δυνατότητες   που   του   δίνει   το   ανακριτικό σύστημα  της  εκουσίας  δικαιοδοσίας  κατ΄άρθρο  744  του  νΚΠολΔ  , μπορεί να διατάζει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί. Σύμφωνα  δε  με  το  νόμο,  τα  γεγονότα  αυτά  δεν  αρκεί  να πιθανολογούνται,  αλλά  απαιτείται  να  αποδεικνύονται  πλήρως,  με  την προσκόμιση στοιχείων που δεν θα αφήνουν σοβαρή αμφιβολία για την αλήθειά τους.

Με την απόφαση του Ειρηνοδικείου, εφόσον συντρέχουν οι από το νόμο προβλεπόμενες κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις, επικυρώνεται η μεταβίβαση   του   κλήρου,   που   έγινε   με   ιδιωτικό   έγγραφο.   Αν   η επικύρωση αφορά το προσύμφωνο μεταβίβασης γεωργικού κλήρου, για το οποίο συντάχθηκε δημόσιο έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, αλλά ο πωλητής ή οι κληρονόμοι του αρνούνται να συμπράξουν στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου, ο Ειρηνοδίκης αποφαίνεται, μετά από αίτηση του δικαιούχου, για την τέλεση της δικαιοπραξίας της οριστικής μεταβίβασης, εφόσον το προσυμφωνημένο τίμημα της αγοραπωλησίας καταβλήθηκε ή παρακατατέθηκε νόμιμα (άρθρο 15 παρ. 5 του Ν.Δ. 3958/1959).

Η κυρωτική απόφαση του Ειρηνοδικείου θεραπεύει αναδρομικά, δηλαδή ανατρέχει στο χρόνο κατάρτισης αυτής, μόνο τις ακυρότητες τις οφειλόμενες στην παραβίαση των απαγορεύσεων περί της μεταβίβασης των γεωργικών κλήρων, όπως πχ της απαγόρευσης κατάτμησης  ακέραιων  τεμαχίων  της  οριστικής  διανομής  (άρθρο  1§1 Α.Ν.  431/1968),  όχι  όμως  και  ακυρότητες  που  θεμελιώνονται  στον Αστικό Κώδικα, όπως λ.χ. στις ΑΚ 130 (δικαιοπρακτική ανικανότητα), 138§1(εικονικότητα), 178(ανηθικότητα) ή 179(αισχροκερδή ή καταπλεονεκτική), ή άλλες ελλείψεις, όπως λ.χ. την έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος.

Κατά της επικυρωτικής απόφασης επιτρέπεται μόνο το ένδικο μέσο της  έφεσης ενώπιον  του  Μονομελούς  Πρωτοδικείου,  στην  περιφέρεια του  οποίου  υπάγεται  το  Ειρηνοδικείο.  Η  απόφαση  της  επικύρωσης, όταν  καταστεί  τελεσίδικη,  αποτελεί  τίτλο  κυριότητας  δεκτικό μεταγραφής ή καταχώρησης στα κτηματολογικά φύλλα (άρθρο 15 παρ.2 εδ. γ’ του Ν.Δ. 3958/1959), εφόσον, όμως, συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις της νόμιμης μεταβίβασης.

Μεταξύ των ακυροτήτων, που επικυρώνονται ή μπορούν να επικυρωθούν περιλαμβάνονται και εκείνες, που προέρχονται από τον περιορισμό της μη κατατμήσεως ακεραίων τεμαχίων της οριστικής διανομής, σε τέτοια δε κατάτμηση δεν άγει αναγκαίος η μεταβίβαση του κληροτεμαχίου, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου και επομένως σε περίπτωση επικύρωσης ανώμαλης δικαιοπραξίας, το διαιρετό τμήμα του κληροτεμαχίου, που μεταβιβάσθηκε, κατά παράβαση των περιορισμών αυτών αποκτά αυτοτέλεια και μπορεί να μεταβιβασθεί περαιτέρω ελεύθερα και να είναι δεκτικό χρησικτησίας.