ΣτΕ Ολομ. 176/2023: Για την εκτός σχεδίου δόμηση δεν αρκεί το ελάχιστο εμβαδόν, αλλά απαιτείται, ήδη από το 1985, και η ύπαρξη προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο).

Άλλη μία υπόθεση που έφτασε ώς το ΣτΕ, σχετικός με το μεγάλο ζήτημα που έχει ανακύψει μετά απο άλλη μία καταγγελία για την εκτός σχεδίου δόμηση οικοπέδων άρτιων κατά το εμβαδόν, υφιστάμενα προ του έτους 2003 , αλλά χωρίς πρόσβαση σε αναγνωρισμένη κοινόχρηστη οδό. Το ΣτΕ συντάχθηκε με την απόφαση του Εφετείου, υπενθυμίζοντας τη νομολογία σύμφωνα με την οποία ο περιορισμός της εκτός σχεδίου δόμησης «δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενος στη διαφύλαξη του χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποτροπή δημιουργίας με ιδιωτική πρωτοβουλία διάσπαρτων οικισμών χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό» στηριζόμενο στις αποφάσεις του ΣΕ 2606, 3848-9 του έτους 2005. Προχωράει όμως και ένα βήμα περισσότερο, καθώς ο πολίτης επικαλέστηκε τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, επειδή αγόρασε το οικόπεδο το 2015 με οικοδομική άδεια σε ισχύ. «Ο κανόνας (σ.σ. για τις προϋποθέσεις δόμησης σε εκτός σχεδίου περιοχές), πέραν του ότι έπρεπε να είναι γνωστός στις πολεοδομικές αρχές, ήταν προβλέψιμος και για τους επιμελείς αγοραστές και τους συναλλασσόμενους εν γένει», αναφέρει η απόφαση, σημειώνοντας ότι ο κανόνας ισχύει από το 1985 και η νομολογία ανάγεται στο 2010.
Στις εκτός σχεδίου περιοχές η δόμηση μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, δυνάμενη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής. Οι όροι αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι από τους ισχύοντες στις εντός σχεδίου περιοχές. Αυτό υπογραμμίζεται στη νέα απόφαση του ΣτΕ, που ακύρωσε την οικοδομική άδεια σε μεγαλύτερο των 4 στρεμμάτων, εκτός σχεδίου και εντός Ζώνης Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) γήπεδο στην Πάτμο και σημειώνεται ότι αυτό ισχύει, γιατί από το Σύνταγμα οι εκτός σχεδίου περιοχές «δεν έχουν ως προορισμό, κατ’ αρχήν, τη δόμηση ή την τουριστική εκμετάλλευση, αλλά τη γεωργική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση και την αναψυχή του κοινού».

Η οδηγία του ΣτΕ προς Πολεοδομίες

Το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο τονίζει στην απόφαση του ότι οι περιορισμοί της νομοθεσίας (ελάχιστη αρτιότητα, «πρόσωπο» σε κοινόχρηστο δρόμο κ.ά.) ισχύουν από το 1985 και επομένως δεν νοείται ούτε οι πολίτες να επιδιώκουν την οικοδόμηση οικοπέδων που δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις ούτε οι Πολεοδομίες να εκδίδουν οικοδομικές άδειες γι’ αυτές. Κατ’ επέκταση, δεν μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση, καθώς ο κανόνας αυτός θεωρείται «προβλέψιμος για τους επιμελείς αγοραστές».

Εξελίξεις για μικρά και μεγάλα οικόπεδα 

Το ΣτΕ βάζει φραγμό στην εκτός σχεδίου δόμηση, τόσο σε μικρά, όσο και σε μεγαλύτερα οικόπεδα. Αναδεικνύει σε κυρίαρχη τη διάσταση, ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα που δημιουργήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3212/2003 είναι δομήσιμα, εφόσον διαθέτουν, μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων «πρόσωπο» σε κοινόχρηστο δρόμο. Οι δρόμοι όμως της εκτός σχεδίου, στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν είναι νομίμως χαρακτηρισμένοι.

 

Ο Πρόεδρος  Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου & Δωδεκανήσου Γιώργος Ρούσκας με δήλωση του στο ecopress επισημαίνει ότι μετά την απόφαση του ΣτΕ δημιουργούνται τετελεσμένα οριζόντιας κατάργησης της εκτός σχεδίου δόμησης.  Συγκεκριμένα αναφέρει τα ακόλουθα: «Η πολιτεία φοβούμενη τις αντιδράσεις φαίνεται ότι προτιμά να δίνονται λύσεις για αιχμηρά κοινωνικά ζητήματα μέσω δικαστικών αποφάσεων, με επίκαιρο και  χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζήτημα με τα funds. Τώρα λοιπόν η πολιτεία ενώ θα έπρεπε να έχει ήδη νομοθετήσει για τα ισχύοντα στην εκτός σχεδίου δόμηση, έχει να αντιμετωπίσει και να προσαρμοστεί μετά την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ 176/2023 με μία σχεδόν οριζόντια κατάργηση της εκτός σχεδίου δόμησης,  η οποία σύμφωνα με την απόφαση 176/2023 του ΣτΕ θα είναι εμμέσως αποδεκτή από όλες τις πολεοδομικές υπηρεσίες της χώρας. Άρα ότι είχε επενδυθεί για 30 και πλέον χρόνια,  σύμφωνα και με τους ισχύοντες νόμους είναι τουλάχιστον μετέωρο».

Παγώνουν οικοδομικές άδειες και επενδύσεις και φουντώνουν οι αντιδικίες

Δημιουργούνται οριζόντιες εξελίξεις κατάργησης της εκτός σχεδίου δόμησης και από το αμέσως προσεχές διάστημα θα έχουμε τρεις κατηγορίες περιπτώσεων,  λέει ο κος Ρούσκας, o οποίος εξηγεί ότι αυτές είναι:

1.Οικοδομικές άδειες, που έχουν εκδοθεί για να υλοποιηθούν ή ακόμη και για ακίνητα που έχουν κτιστεί στην εκτός σχεδίου δόμηση κινδυνεύουν πλέοννα ακυρωθούν – μάλιστα χωρίς αποζημίωση των ιδιοκτητών καθώς η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ  τονίζει ότι οι περιορισμοί της νομοθεσίας που ισχύουν από το 1985 δεν επιτρέπουν τη διεκδίκηση αποζημίωσης από τους πολίτες – σε κάθε περίπτωση που θα γίνουν προσφυγές από ενδιαφερόμενους κατά αυτών των αδειών. Προβλέπει μάλιστα μεγάλο κύμα αντιδικιών, μεταξύ γειτόνων.

2. Ανατρέπονται αγοραπωλησίες και συμβόλαια για ακίνητα στις εκτός σχεδίου περιοχές όλης της χώρας, που βασίζονταν στην παραδοχή ότι αυτά τα ακίνητα έχουν δικαίωμα έκδοσης νόμιμης οικοδομικής άδειας, που τώρα ανατρέπεται από την νέα απόφαση του ΣτΕ. Και

3. Παγώνουν χιλιάδες μικρές και μεγάλες επενδύσεις, καθώς οι επενδυτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν θα μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν τις ρυθμίσεις για την εκτός σχεδίου δόμηση, να εκδόσουν οικοδομικές άδειες και να χτίσουν με ασφάλεια δικαίου.

ΥΠΕΝ: δεύτερη ευκαιρία με αναγνώριση οδών

Το  ΥΠΕΝ ανακοίνωσε πρόσφατα – και πάντως πριν την έκδοση της απόφασης του ΣτΕ για την Πάτμο-  τις προθεσμίες που ισχύουν, αθροίζοντας συνολικό διάστημα τεσσεράμισι ετών για δικαίωμα κατά παρέκκλιση δόμησης σε εκτός σχεδίου γήπεδα κάτω των 4 στρεμμάτων, που πλέον καταργήθηκε μετά τις 9 Δεκεμβρίου 2022.

Το υπουργείο Περιβάλλοντος  είναι αντιμέτωπο με το θέμα και επιχειρεί τώρα να καλύψει το διαχρονικό κενό που δημιούργησε η πολιτεία,  καθυστερώντας να προωθήσει και να ολοκληρώσει τον πολεοδομικό σχεδιασμό, ώστε να προσαρμοστεί στην απόφαση του ΣτΕ και να κατηγοριοποιήσει το οδικό δίκτυο, εξασφαλίζοντας νόμιμη δόμηση στα ακίνητα που έχουν τις προϋποθέσεις.

Το ΥΠΕΝ έχει δρομολογήσει το πρόγραμμα πολεοδομικού χωροταξικού σχεδιασμού «Κωνσταντίνος Δοξιάδης» ύψους 400 εκατ. ευρώ από το ταμείο Ανάκαμψης, μέσω του οποίου προωθούνται  τα νέα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια και τις μελέτες Αναγνώρισης Οδών σε εκτός σχεδίου περιοχές που θα ολοκληρωθούν έως το 2025,

Ο υφυπουργός ΠΕΝ Νϊκος Ταγαράς δήλωσε πρόσφατα ότι ολοκληρώνεται ο διαγωνισμός και μέχρι τον Απρίλιο ανατίθενται και ξεκινούν οι μελέτες αναγνώρισης οδών «για να γίνει ο χαρακτηρισμός δρόμων στην εκτός σχεδίου και εκτός οικισμού περιοχή, μιλάμε για αποτύπωση και καταγραφή όλων των οδικών δικτύων εκτός σχεδίου και εκτός οικισμού σε 69 δήμους, με στόχο να δούμε από αυτούς τους δρόμους ποιοι θα χαρακτηρίζονται πολεοδομικά κοινόχρηστοι, επί των οποίων θα υπάρχει πρόσωπο για να μπορεί να εκδίδονται νόμιμα και με ασφάλεια οικοδομικές άδειες».

Ο νέος πολεοδομικός σχεδιασμός και η αναγνώριση οδών δίνουν νέα ευκαιρία σε ιδιοκτησίες που έχουν προϋποθέσεις για εκτός σχεδίου δόμηση.

ΕΛΛΕΤ: αμφίβολης νομιμότητας οι οικοδομικές άδειες

-«Η απόφαση αυτή του ΣτΕ ενισχύει το οπλοστάσιο κατά της εκτός σχεδίου δόμησης, ενός θεσμού που αφήνει βαθιές πληγές στο φυσικό περιβάλλον και το τοπίο της χώρας, αναιρώντας κάθε προσπάθεια ορθολογικού σχεδιασμού. Και με όλα αυτά να υποστηρίζονται από πλήθος παρεκκλίσεων στις σχετικές διατάξεις και από αμφίβολης νομιμότητας διοικητικές πρακτικές κατά την έκδοση οικοδομικών αδειών ανά την επικράτεια», τονίζει σε ανακοίνωση της η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ).  Αναφέρεται στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας (σε μείζονα σύνθεση) του Συμβουλίου της Επικρατείας,  με την οποία  απορρίφθηκε έφεση ιδιώτη κατά προηγούμενης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως που είχε ασκήσει η ΕΛΛΕΤ, είχαν ακυρωθεί οικοδομικές άδειες για εκτός σχεδίου ακίνητο στην Πάτμο.

Το πλήρες κείμενο της απόφασης:

ΣτΕ Ολομ. 176/2023
Πρόεδρος: Ε. Σαρπ, Πρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Θ. Αραβάνης, Σύμβουλος Επικρατείας
Για την εκτός σχεδίου δόμηση δεν αρκεί το ελάχιστο εμβαδόν, αλλά απαιτείται, ήδη από το 1985, και η ύπαρξη προσώπου σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο)
“Με την 176/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίφθηκε έφεση κατά της 369/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με την οποία ακυρώθηκε άδεια οικοδομής, όπως είχε αναθεωρηθεί, του Τμήματος Πολεοδομίας Καλύμνου της Ν. Α. Δωδεκανήσου. Με την εν λόγω οικοδομική άδεια, όπως αναθεωρήθηκε, επετράπη η ανέγερση διώροφης οικοδομής με υπόγειο σε γήπεδο εκτός σχεδίου, στη θέση Λυγγίνου της νήσου Πάτμου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απόφαση, αφού απερρίφθησαν λόγοι εφέσεως που αφορούσαν το εμπρόθεσμο της αιτήσεως ακυρώσεως, καθώς και το ζήτημα αν η δίκη εξακολουθούσε να έχει αντικείμενο μετά την αναθεώρηση της οικοδομικής άδειας που έγινε αφού είχε ασκηθεί η αίτηση, κρίθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
1. Από το συνδυασμό των άρθρων 24 παρ. 1 και 2 και 17 του Συντάγματος συνάγεται θεμελιώδης, από πλευράς δυνατότητας δομήσεως, διαφοροποίηση μεταξύ των εντός σχεδίου περιοχών, οι οποίες προορίζονται για δόμηση, και των εκτός σχεδίου περιοχών, οι οποίες δεν έχουν ως προορισμό, κατ’ αρχήν, την δόμηση ή την τουριστική εκμετάλλευση, αλλά την γεωργική, κτηνοτροφική και δασοπονική εκμετάλλευση και την αναψυχή του κοινού. Στις εκτός σχεδίου περιοχές, η δόμηση μόνο κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, δυνάμενη και να απαγορεύεται εν όλω ή εν μέρει ή να επιτρέπεται υπό ιδιαιτέρως αυστηρούς όρους και περιορισμούς, προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη φύση κάθε περιοχής. Οι όροι αυτοί δεν επιτρέπεται να είναι ευνοϊκότεροι, δηλαδή να καθιστούν ευχερέστερη τη δόμηση, σε σχέση προς τους ισχύοντες για τις εντός σχεδίου περιοχές, ούτε να οδηγούν σε εξομοίωση των εκτός σχεδίου περιοχών με εντός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμών περιοχές ή στην εν τοις πράγμασι δημιουργία νέων οικισμών χωρίς εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο, όπως δια της κατατμήσεως ενιαίου γηπέδου σε μικρότερα. Οι ανωτέρω αρχές είναι εφαρμοστέες και στις Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (Ζ.Ο.Ε.), οι οποίες αποβλέπουν στον οικιστικό έλεγχο των περιαστικών εκτός σχεδίου περιοχών αφ’ ενός προς πρόληψη της περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων τους και προστασία του περιβάλλοντος αυτών και αφ’ ετέρου προς παρεμπόδιση της δημιουργίας δεδομένων και πραγματικών καταστάσεων που θα είχαν ως συνέπεια να δυσχεραίνεται ο μελλοντικός σχεδιασμός της περιοχής. Εξ άλλου, εν όψει του χαρακτήρα των περιλαμβανομένων στη Ζ.Ο.Ε. περιοχών ως αποτελουμένων από ακίνητα εκτός σχεδίου, τα οποία δεν προορίζονται κατ’ αρχήν προς δόμηση, οι καθοριζόμενοι με την Ζ.Ο.Ε. όροι και περιορισμοί δομήσεως και χρήσεως δύνανται να εξικνούνται και μέχρις ολοσχερούς απαγόρευσης της δομήσεως σε περιοχές όπου η ανάγκη διαφύλαξης του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους το επιβάλλει. Εφ’ όσον δε τα μέτρα αυτά αφ’ ενός θεσπίζονται με αντικειμενικά κριτήρια χάριν της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος και τεκμηριώνονται από τα στοιχεία του φακέλου και αφ’ ετέρου δεν εξαφανίζουν ούτε καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή σε σχέση με τον προορισμό της, δεν προσκρούουν στο άρθρο 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
2. Οι διατάξεις της Ζ.Ο.Ε. Πάτμου (π.δ. της 16.7-1.8.2001) προβλέπουν για την περιοχή του επίδικου ακινήτου, μεταξύ άλλων όρων και περιορισμών δομήσεως, ελάχιστο εμβαδόν 4.000 τ.μ. και χρήση κατοικίας, παραπέμπουν δε κατά τα λοιπά στις διατάξεις του π.δ. της 24-31.5.1985 περί της εκτός σχεδίου δόμησης, μεταξύ των οποίων και αυτές του άρθρου 1 παράγρ. 1 αυτού.  Η εν λόγω διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. της 24-31.5.1985, όπως είχε αρχικά, όριζε στην περίπτωση α΄ απλώς το ελάχιστο εμβαδόν (4.000 τ.μ.) για την κατά τον κανόνα δόμηση των εκτός σχεδίου ακινήτων, ενώ ρύθμιζε συνολικά το ζήτημα των προϋποθέσεων αυτής στην επόμενη περίπτωση β΄. Ως εκ τούτου ο νομοθέτης, προς αποφυγή παρερμηνείας και καταστρατηγήσεων, με το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3212/2003 όρισε, κατά τροποποίηση της ανωτέρω περίπτωσης α΄, ελάχιστο μήκος προσώπου των γηπέδων επί του κοινόχρηστου χώρου. Η διάταξη αυτή δεν θεσπίζει το πρώτον, ως προϋπόθεση για την οικοδομησιμότητα των εκτός σχεδίου γηπέδων, την ύπαρξη προσώπου αυτών σε κοινόχρηστο χώρο διότι την έννοια αυτή είχε εξ αρχής και η τροποποιούμενη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α΄ του π.δ. της 24-31.5.1985. Επομένως, και τα εκτός σχεδίου γήπεδα που δημιουργήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3212/2003, διεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. της 24-31.5.1985, όπως αυτό είχε αρχικά, είναι δομήσιμα εφ’ όσον διαθέτουν, μεταξύ άλλων, πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο και μη προκύψαντα από ιδιωτική βούληση, κατά τα ειδικότερον οριζόμενα στην περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 αυτού [= άρθρο 162 παρ. 2 περ. β΄ του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (Κ.Β.Π.Ν.)].
3. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφ’ όσον το επίδικο, εκτός σχεδίου και προϋφιστάμενο του ν. 3212/2003, ακίνητο δεν διέθετε πρόσωπο σε κοινόχρηστη δημόσια οδό, δεν ήταν οικοδομήσιμο σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του π.δ. της 24-31.5.1985 περί εκτός σχεδίου δόμησης και του π.δ. της 16.7-1.8.2001 περί Ζ.Ο.Ε. Πάτμου και συνεπώς νομίμως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, οι προσβληθείσες οικοδομικές άδειες ακυρώθηκαν με την εκκαλούμενη απόφαση, απορρίφθηκαν δε όλοι οι αντίθετοι λόγοι εφέσεως.
4. Περαιτέρω, ο εμπεριεχόμενος στις κρίσιμες διατάξεις των π.δ/των της 16.7-1.8.2001 και της 24-31.5.1985 όρος δομήσεως, κατά τον οποίο δομήσιμα είναι τα εκτός σχεδίου ακίνητα που έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο, δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένους στην διαφύλαξη του χαρακτήρα των εκτός σχεδίου περιοχών και στην αποτροπή δημιουργίας με ιδιωτική πρωτοβουλία διάσπαρτων οικισμών χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, όπως ορίζει, σε αρμονία με το άρθρο 24 του Συντάγματος, το άρθρο 17 του ν.δ. της 17.7.1923, όπως ισχύει (άρθρο 162 παρ. 1 του Κ.Β.Π.Ν.). Περαιτέρω, ο ανωτέρω όρος δομήσεως παρίσταται πρόσφορος και αναγκαίος για τη θεραπεία του επιδιωκόμενου με αυτόν σκοπού, δεδομένου μάλιστα ότι αφορά σε περιοχές που δεν προορίζονται κατ’ αρχήν για οικοδομική εκμετάλλευση, και είναι αναλογικός, εφ’ όσον δεν καθιστά αδόμητα τα εκτός σχεδίου ακίνητα, ούτε εξαφανίζει ή περιορίζει υπέρμετρα την ιδιοκτησία, στοιχεί δε προς βασικό κανόνα της πολεοδομικής νομοθεσίας ο οποίος ισχύει και για τα οικόπεδα εντός πολεοδομικού σχεδίου, ως προς τα οποία τα εκτός σχεδίου ακίνητα δεν νοείται να τελούν υπό ευνοϊκότερους όρους δομήσεως. Επομένως, η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., όλοι δε οι αντίθετοι λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.
5. Τέλος, λόγος ότι ο ανωτέρω περιορισμός δομήσεως αντίκειται στις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου ενόψει και του ότι ο εκκαλών, ο οποίος απέκτησε καλοπίστως το επίδικο ακίνητο το 2015 μαζί με τα απορρέοντα από ήδη υπάρχουσες οικοδομικές άδειες δικαιώματα, δεν μπορούσε να προβλέψει την ύπαρξη του εν λόγω περιορισμού, που καθιστά το ακίνητό του αδόμητο, διότι αυτός καθιερώθηκε νομολογιακώς το πρώτον με την απόφαση ΣΕ 3504/2010 7μ., απορρίφθηκε ως αβάσιμος με την εξής αιτιολογία: Εφαρμογή του κανόνα, κατά τον οποίο τα εκτός σχεδίου ακίνητα είναι δομήσιμα μόνο αν διαθέτουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο, γίνεται ρητώς ήδη στις αποφάσεις ΣΕ 2606, 3848-9/2005 7μ., οι οποίες είναι προγενέστερες των αφορωσών το επίμαχο ακίνητο οικοδομικών αδειών που εκδόθηκαν το 2006 και το 2011. Ενόψει τούτου ο ως άνω κανόνας, πέραν του ότι έπρεπε να είναι γνωστός στις πολεοδομικές αρχές, ήταν προβλέψιμος και για τους επιμελείς αγοραστές και τους συναλλασσομένους εν γένει. Πολλώ μάλλον ο επίμαχος κανόνας και η σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης της αποφάσεως ΣΕ 3504/2010 7μ., με την οποία ερμηνεύθηκε έτι σαφέστερον η διάταξη της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του π.δ. της 24-31.5.1985, έπρεπε ευλόγως να είναι γνωστά κατά τον χρόνο απόκτησης του επίδικου ακινήτου από τον εκκαλούντα, το έτος 2015.”

Δασικές εκτάσεις στην Κρήτη: Νίκος Σκουλάς γράφει για τα Δικαιώματα Δήμων, Εκκλησίας και ιδιωτών έναντι του Δημοσίου

Άρθρο του Νίκου Κ. Σκουλά (δικηγόρος, αντιπεριφερειάρχης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας Κρήτης)

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην Κρήτη είναι γνωστό ότι δεν ισχύει το τεκμήριο ιδιοκτησίας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για τα ακίνητα που έχουν χαρακτηριστεί δασικά (άρθρο. 62 του ν. 998/1979). Αυτό σημαίνει αφενός ότι το Δημόσιο θεωρεί ιδιοκτησία του κάθε δάσος και δασική έκταση. Αφετέρου ότι κάθε φυσικό πρόσωπο ή οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου μπορεί να ανταποδείξει ισοσθενώς την κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμά του επί δασικών εκτάσεων με τίτλο ιδιοκτησίας ή με δικαστική απόφαση.

Το Ελληνικό Δημόσιο διεκδικεί ως ιδιοκτήτης με το τεκμήριο που θεσπίζει ο παραπάνω νόμος, κάθε δασική έκταση στην Κρήτη. Τούτο, ιδίως μετά την ανάρτηση των δασικών χαρτών, τον Φεβρουάριο του 2021 και μετά την πάροδο της προθεσμίας ενστάσεων για την αμφισβήτησή τους, τον Ιούλιο του 2022.

Αντίστοιχα, οι ιδιώτες ή οι υπόλοιποι δημόσιοι φορείς, δηλαδή τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) δηλαδή Δήμοι, Περιφέρεια, Εκκλησία της Κρήτης, Μονές, Πανεπιστημιακά Ιδρύματα κ.ά. μπορούν να ανταποδείξουν την ιδιοκτησία τους σε δασικές εκτάσεις που νέμονται και κατέχουν παλαιόθεν είτε με τίτλους  (συμβόλαια, δικαστικές αποφάσεις, παραχωρητήρια κ.λπ.) είτε με δικαστικό αγώνα που θα αποδείξει τα δικαιώματά τους.

Β. ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Είναι γεγονός, ότι η απουσία Κτηματολογίου και νομικής τάξης στο παρελθόν, δυσκολεύει τώρα την νομική θέση των ΝΠΔΔ και των ιδιωτών, αναφορικά με πολύ μεγάλες εκτάσεις αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας, που πλέον διεκδικεί το Δημόσιο.

Επισημαίνεται, ότι ιδιαίτερα στην Κρήτη με την ξεχωριστή ιστορία που οδήγησε στην Ένωση με την Ελλάδα, έχουμε την ισχύ του οθωμανικού δικαίου έως το 1898, του δικαίου της Κρητικής Πολιτείας ως το 1913 και του ελληνικού δικαίου έκτοτε. Τα τρία δικαιικά συστήματα, εμπεριείχαν αποκλίνουσες διατάξεις για τα δημόσια ακίνητα, για τον τρόπο κτήσης κυριότητας τους και για το καθεστώς των δασικών εκτάσεων. Οι διαδοχικές έννομες τάξεις, συνθέτουν ένα ιδιαίτερο νομικό πλέγμα διατάξεων στην Κρήτη, διαφορετικό από το ισχύον στην υπόλοιπη επικράτεια. Ενδεικτικά απαριθμούμε τον οθωμανικό νόμο περί γαιών του 1856, τη δυνατότητα κτήσεως δημοσίου ακινήτου με χρησικτησία δυνάμει των διατάξεων του Κρητικού Αστικού Κώδικα του 1904 που ίσχυσαν αναδρομικά από το 1889 έως και το 1915 και τον  νόμο 2074/1920 που παραχωρούσε στους Δήμους και τις Κοινότητες των Νέων Χωρών τα αφημένα στην κοινή χρήση ακίνητα του οθωμανικού νόμου του 1856.

Δυνάμει αυτών ιδίως των διατάξεων, ιδιώτες και ΝΠΔΔ, ιδίως οι Δήμοι και η Εκκλησία, έχουν αποκτήσει κυριότητα σε ακίνητα της Κρήτης, που δεν υπήρχε νομική οδός να κτηθούν παρομοίως στην λοιπή επικράτεια.

Μέχρι το έτος 1956, το Δημόσιο, διά μέσου των τοπικών Δασικών Αρχών, ουδέποτε αξίωσε οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα επί των δασών και των δασικών εκτάσεων της Κρήτης. Αντιθέτως, αποδέχθηκε την κατάσταση η οποία είχε δημιουργηθεί από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Περιορίστηκε απλά στο να ασκεί δασική πολιτική και να επιτηρεί τα δασοκτήματα θεωρώντας τα ότι ανήκουν σε ιδιώτες ή νομικά πρόσωπα.

Την περίοδο από το 1915 έως το 1957, τα δασικού χαρακτήρα εδάφη της Κρήτης διαχειρίζονταν ως ιδιωτικά, γεγονός που αναγνωρίζεται και από τις πράξεις της Διοίκησης στο εν λόγω χρονικό διάστημα. Η αναφορά της Γενικής Διεύθυνσης Δασών Κρήτης (9663/5642/15-07-1924) κάνει λόγο ότι, τα Δάση της Κρήτης θεωρούνται και διαχειρίζονται ως ιδιωτικά. Με την υπ’ αριθμ. 2005/2-1-1956 αναφορά, ο Δασάρχης Ηρακλείου αναφέρει ότι τα δάση της Κρήτης δεν λαμβάνεται υπόψη ότι αποτελούν δημόσια ιδιοκτησία και ότι καταγράφονται ότι ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Στην συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 51098/434/1957 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, νομοθετήθηκαν τα αντίθετα από τα παραπάνω. Έτσι, τα κατεχόμενα από ιδιώτες, Κοινότητες ή Μονές δάση της Κρήτης χαρακτηρίστηκαν ως «διακατεχόμενα».

Ο ιδιότυπος θεσμός της «διακατοχής» των εν Κρήτη δασικών ή άλλων εκτάσεων είναι άλλη μία εμβαλωματική νομική διατύπωση του Κράτους. Τούτο, ενόψει της δυσχερούς νομικής και πολιτικής λύσης του θέματος που συνεχώς αναβάλλονταν, εκ μέρους της Πολιτείας.

Αυτός ο επισφαλής χαρακτηρισμός της διακατοχής, στην πράξη επαναδιατύπωσε μεταπολεμικά την διεκδίκηση του Ελληνικού Δημοσίου. Αυτή, που ήρθε να επιστεγάσει μεταγενέστερα η διάταξη του αρ. 62 του ν. 998/1979.

Στο μεταξύ, η έλλειψη Κτηματολογίου και Δασολογίου είχε δημιουργήσει πάγιες καταστάσεις με εκχερσωμένες εκτάσεις, επιδοτούμενες, καλλιεργούμενες, νεμόμενες και κατεχόμενες διανοία κυρίου για δεκαετίες από ιδιώτες, επιχειρηματίες, αγρότες και κτηνοτρόφους.

Η ίδια κατάσταση ισχύει σε εκτεταμένες ιδιοκτησίες, ιδίως ορεινές και ημιορεινές, που οι Δήμοι, η Εκκλησία Κρήτης και οι Μονές τις νέμονται διανοία κυρίου και θεωρούν ότι τους ανήκουν, αλλά δεν έχουν τίτλους ιδιοκτησίας.

Μετά την ανάρτηση των δασικών χαρτών, ο νόμος είτε θα ανέτρεπε τις παγιωμένες καταστάσεις στην Κρήτη,  είτε θα τις αναγνώριζε διαφυλάττοντας ωστόσο, τον πυρήνα της νομιμότητας.

Γ. Η ΛΥΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΙΔΙΩΤΕΣ

Απέναντι στο θέμα αυτό, ως δικηγόρος και περιφερειακός σύμβουλος Κρήτης,  τοποθετήθηκα δημόσια με αρθρογραφία τον Μάρτιο του 2021. Στο άρθρο μου με τίτλο «Δασικοί χάρτες- Πρόταση επίλυσης του ιδιοκτησιακού θέματος στην Κρήτη», κατέληγα στο συμπέρασμα:

«Κατά την άποψή μας, η Ελληνική Πολιτεία πρέπει να νομοθετήσει την παραχώρηση των ιδιοκτησιών της στους κατέχοντες ακτήμονες και ιδιώτες. Να το κάνει με κριτήρια που αποτυπώνουν την πραγματικότητα μεν, αλλά όχι καταχρηστικά. Κυρίως με εισοδηματικά και κοινωνικά κριτήρια, ισότητας και δικαιοσύνης. Να ληφθούν υπόψιν ως κριτήρια παραχώρησης, το χωροταξικό σχέδιο κάθε περιφέρειας, το περιβάλλον, η βιοποικιλότητα και το τοπίο.

Συμπερασματικά, το κράτος πρέπει να δεσμευτεί πολιτικά και να νομοθετήσει την κατά κυριότητα  παραχώρηση και τη μακροχρόνια μίσθωση των ακινήτων του στους καλλιεργητές, στους κτηνοτρόφους και στους επιχειρηματίες, οι οποίοι τα κατέχουν μακροχρόνια και το αποδεικνύουν νομίμως. 

Οι ίδιοι οι ωφελούμενοι πολίτες ως φορολογούμενοι και ως εργαζόμενοι θα σηκώσουν το βάρος της ανάπτυξης της χώρας. Η Πολιτεία οφείλει να νομοθετήσει  με όρους κοινωνικού και αναπτυξιακού προσανατολισμού που θα επιμερίσουν  δίκαια την ωφέλεια. Έτσι, θα διαφυλαχθεί ο πυρήνας της νομιμότητας ταυτόχρονα με μία σπουδαία κοινωνικοπολιτική τομή».

Την επεξεργασμένη αυτή άποψή, που ανευρίσκεται στον ιστότοπό μου (www.nikosskoulas.gr), εισηγήθηκα ως δημόσια πολιτική στην Περιφέρεια Κρήτης.

Η θέση αυτή ψηφίστηκε και υιοθετήθηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο Κρήτης, τον Μάρτιο του 2021. Απεστάλη ως πολιτική θέση στην Κυβέρνηση. Προσωπικά, δέχτηκα πρόταση συμβολής στην επεξεργασία της, την οποία αποδέχθηκα ασμένως, για το κοινό καλό.

Την ίδια θέση υποστήριξα και υπέβαλλα, ως νομικός και  μέλος της αρμόδιας επιτροπής του Υπουργείου, κατόπιν πρόσκλησης του αρμοδίου Υπουργού. Η θέση αυτή, υιοθετήθηκε και από την Κυβέρνηση.

Ήδη σήμερα, βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση και έπεται επεξεργασία το σχετικό νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών.

Η πρότασή μου αυτή, αναμένεται να ψηφιστεί ως νόμος του Κράτους τις επόμενες εβδομάδες. Σύμφωνα με το σχέδιο, θα παραχωρούνται ακίνητα που νέμονται και κατέχουν ιδιώτες από δεκαετίες και το αποδεικνύουν. Κάθε ιδιώτης θα έχει δικαίωμα εξαγοράς για ένα ακίνητο εκτός οικισμού εκτάσεως έως 10 στρεμμάτων  και ένα άρτιο οικόπεδο εντός οικισμού ή σχεδίου πόλεως. Το τίμημα, θα κυμαίνεται σε ποσοστό τουλάχιστον 20% της αντικειμενικής αξίας, λαμβάνοντας υπόψιν κοινωνικά κριτήρια. Η εξόφληση θα μπορεί να γίνεται με δόσεις.

Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό, επιλύεται μερικώς  το θέμα, όσον αφορά τους ιδιώτες που κατέχουν και  διεκδικούν ακίνητα χωρίς τίτλο, έναντι του Δημοσίου.

Δ. ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Οξύ αναφαίνεται και το πρόβλημα των εκτεταμένων ιδιοκτησιών που οι Δήμοι και η Εκκλησία κυρίως, νέμονται και κατέχουν στην Κρήτη, χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας. Η δυνατότητα υποβολής ενστάσεων στους δασικούς χάρτες, κόστιζε ιδιαίτερα καθότι αφορά εκτάσεις δεκάδων χιλιάδων στρεμμάτων. Έτσι, διά της παρόδου των προθεσμιών, το Ελληνικό Δημόσιο φέρεται ιδιοκτήτης Δασών και Δασικών Εκτάσεων, των οποίων η φύση δεν αμφισβητήθηκε με ενστάσεις στους Δασικούς Χάρτες και εγγραφές στο Κτηματολόγιο.

Δήμοι της Κρήτης με διοικητική συνέχεια από τις πρώτες αυτοδιοικητικές εκλογές του 1879, (σύμφωνα με την Σύμβαση της Χαλέπας), έχουν  περισσότερα νομικά επιχειρήματα για την κυριότητά τους, επί εκτάσεων που νέμονται και κατέχουν αδιάλειπτα και ανεπίληπτα, έκτοτε.   

Το Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του προσεχούς προγράμματος «Σχεδίων Διαχείρισης Βοσκοτόπων», θα έρθει σύντομα να νομιμοποιήσει τις διεκδικήσεις του ως ισοσθενώς τεκμαιρόμενος ιδιοκτήτης των δασικών εκτάσεων, ιδίως στους ορεινούς όγκους της Κρήτης. Τούτο, ακόμα και αν εκχωρήσει μερική συνδιαχείριση αυτών στους Δήμους.

Εξ άλλου το Δασαρχείο, ως βραχίων του Δημοσίου,  εισπράττει εσχάτως χρήματα από ιδιώτες ποιμένες, ως «αντάλλαγμα για το δικαίωμα χρήσης γης» βοσκοτόπων. Αυτό συμβαίνει, κάθε φορά που οι νέοι κτηνοτρόφοι υποβάλλουν για έγκριση χρηματοδοτούμενα σχέδια εγκατάστασης μάντρας ελεύθερης εκτροφής.

Συνεπώς, κάθε Δήμος της Κρήτης που έχει την βούληση ή την δύναμη απόδειξης της κυριότητάς του επί δημοτικής δασικής έκτασης, δεν διαθέτει άλλη λύση από την δικαστική αναγνώριση αυτής, με προσφυγή στην Δικαιοσύνη. Ορισμένα Δημοτικά Συμβούλια της Κρήτης, έχουν λάβει ήδη τις σχετικές αποφάσεις, μετά τις ακριβείς τοπογραφήσεις των εκτάσεων, όπου εγείρουν εμπράγματα δικαιώματα.

Τα ίδια προφανώς δικαιώματα, έχουν και οι Μονές ή οι Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Κρήτης καθώς και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) στο νησί.

Ωστόσο, λόγω του ιδιαίτερου νομικού χαρακτήρα των δασών στην Κρήτη, υπάρχει και η δυνατότητα νομοθετικής ρύθμισης που να αποκαθιστά την ιδιοκτησία των ΝΠΔΔ, στις συχνότατες περιπτώσεις που δεν υπάρχει τίτλος ιδιοκτησίας. Νομικές προϋποθέσεις υπάρχουν, δεδομένης της περιορισμένης νομικής τεκμηρίωσης του Ελληνικού Δημοσίου επί των δασικών εκτάσεων έναντι των ΟΤΑ της Κρήτης, ιδίως μετά τον ν. 2074/1920. Το ίδιο ομολογείται και με μεταγενέστερα νομοθετήματα, έγγραφα και εγκυκλίους.

Η νομοθετική πρωτοβουλία για αποκατάσταση των ιδιοκτησιών των ΝΠΔΔ στην Κρήτη, προϋποθέτει την συγκεκριμενοποίηση και την σαφή αποτύπωσή τους. Επίσης, την συνακόλουθη δικαστική ή διοικητική αμφισβήτηση ενός εκάστου, έναντι της φερόμενης ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου.

Συνοπτικά, ακόμα και η πολιτική λύση της νομοθετικής αναγνώρισης των ιδιοκτησιών των ΝΠΔΔ στην Κρήτη, προϋποθέτει την αποτύπωση και τη δικαστική ή διοικητική διεκδίκηση της κυριότητας από τους επιμελείς ιδιοκτήτες φορείς.

Μετά την ενεργοποίηση, ιδίως των «Σχεδίων Διαχείρισης Βοσκοτόπων», που θα καταστούν υποχρεωτικά έως το 2025, η αναγνώριση της ιδιοκτησίας του Δημοσίου, θα επέλθει έμμεσα. Τούτο διότι, ο νόμος θα υποχρεώνει τους  ΟΤΑ να συμπράττουν σε αυτό τον σχεδιασμό μαζί με την Περιφέρεια και το Δημόσιο.

Συνεπώς, τα χρονικά περιθώρια δραστηριοποίησης των επιμελών ιδιοκτητών, Δήμων και Εκκλησίας ιδίως, ελαχιστοποιούνται.