«Η εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας στην πράξη»*
Του Παναγιώτη Α. Καλλίρη
Δασολόγου, Δ/ντη Δασών Κορινθίας
Κόρινθος, Νοέμβριος 2017
Όπως ο χρόνος και το νερό, η νομοθεσία πάντα έρεε και πάντα «ρεί» προκειμένου να ρυθμίζει τις συμπεριφορές των κοινωνιών και αλίμονο αν δεν γίνεται έτσι.
Τα τελευταία χρόνια δυσκολεύομαι να παρακολουθώ την διαρκώς μεταβαλλόμενη δασική νομοθεσία καθότι η συνεχής τροποποίηση δυσκολεύει την παρακολούθηση την κατανόηση και κυρίως την εφαρμογή της. Διαρκώς ζητούμε επίμονα ερμηνευτικές εγκυκλίους που καθυστερούν αφάνταστα και σε κάποιες περιπτώσεις αντί να επιλύσουν περιπλέκουν περισσότερο τα πράγματα εκφράζοντας προσωπικές όχι πάντα τεκμηριωμένες νομικά απόψεις ακυρώνοντας και τον νόμο, δημιουργώντας έτσι αντί να επιλύουν, τεράστια προβλήματα εφαρμογής, ηθικά διλήμματα, νομικά αδιέξοδα και ευθύνες που δεν μας αναλογούν.
Το ίδιο διάστημα παρακολουθώ με ενδιαφέρον, φόβο και αγωνία τις «νομικές ανάσες» και τους «βρυχηθμούς» σοφών νομικών και σεβάσμιων καθηγητών που διεισδύουν και αναλύουν τις δασικές διατάξεις που ψηφίστηκαν ή αυτών που θα ψηφισθούν, εντοπίζοντας τις φανερές ή μύχιες προθέσεις τους, την συμφωνία ή μη, με το Σύνταγμα και τους προηγηθέντες νόμους, τους θεμελιώδεις κανόνες δίκαιου της πατρίδας μας και της Ε.Ε., αποφαινόμενοι για το τι καλό και τι κακό θα δημιουργήσουν. Το τελευταίο διάστημα ως είναι φυσικό, τα νομοθετήματα που έχουν σχέση με τους δασικούς χάρτες κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, λόγω της ιδιαίτερης σημασίας για την καταγραφή και αποτύπωση των δασικών οικοσυστημάτων μας και των συνεπειών της. Πρόκειται φυσικά για κορυφαία διαδικασία που με όλα τα λάθη και τις παραλείψεις και τις ταλαιπωρίες πολιτών και υπηρεσιών ακόμη και αν γίνεται υπό την πίεση των δήθεν «Θεσμών» για να αποκτήσει η χώρα Εθνικό Κτηματολόγιο, σε ένα μεγάλο μέρος της θα ολοκληρωθεί και η Ελληνική γη θα αποκτήσει επιτέλους για πρώτη φορά «ταυτότητα» που θα σημαδέψει τα δασικά «πράγματα» και «δρώμενα» με θετικές και αρνητικές εκπλήξεις. Όλοι σε αυτήν την αίθουσα το αντιλαμβανόμαστε αυτό. Το μέλλον θα το αποδείξει.
Όμως τι συμβαίνει έξω στην πραγματική ζωή; Στην δασική πράξη;
Τι σημαίνει δασική νομοθεσία για τον δασικό υπάλληλο και κυρίως για τον φορολογούμενο πολίτη αυτής της χώρας;
Πόσο είναι γνωστή; Πόσο δίκαιη; Πόσο καλή;
Πόσο εφαρμόσιμη, υλοποιήσιμη και αποτελεσματική από την μια στην προστασία ανάπτυξη και διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων μας και από την άλλη στα ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών, στην περιουσία που απόκτησαν σε πολλές περιπτώσεις καλόπιστα και νομότυπα υπό την σιωπηλή και σε κάποιες περιπτώσεις ένοχη ανοχή ή και ευλογία του κράτους;
Πόσο αναπτυξιακή είναι;
Πόσο στηρίζει την αειφορία και την βιώσιμη ανάπτυξη;
Πόσο ηθική;
Ποια πρέπει να είναι τα «κριτήρια» για να την κρίνουμε; Περιβαλλοντικά, Ανθρωπιστικά, Κοινωνικά, ή καθαρά αναπτυξιακά, οικονομικά και μονόπλευρα επιχειρηματικά; Κάποια από αυτά ή όλα μαζί; Πως μπορεί κανείς να βρει την «Σολομώντειο λύση» αφού οι περισσότεροι στον τόπο μας θέτουν τα δικά τους κριτήρια, με βάσει τα ατομικά συμφέροντά τους σε μια χώρα με τεράστιο έλλειμμα «ΠΑΙΔΕΙΑΣ» στο «Δημόσιο συμφέρον» και στην σημασία του «Περιβάλλοντος»;
Θυμάμαι πάντα την απάντηση που είχε δώσει σε μια παράδοση του το 1975 ο αείμνηστος τότε καθηγητής του Γενικού Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτριος Θ. Τσάτσος απαντώντας σε μια ερώτηση φοιτητή «για το πώς μπορούμε να κρίνουμε ένα νόμο αν θα είναι καλός ή κακός, όταν κατεβαίνει να ψηφιστεί»,
είχε πει:…. «Δεν μπορούμε.. Κάποιες εκτιμήσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε συγκρίνοντας τον με το υπάρχον εθνικό και ενδεχομένως το διεθνές δίκαιο. Οι νόμοι πάντα κρίνονται από το αποτέλεσμα δηλαδή «το δίκαιο» που καλούνται (θεσπίζονται) για να παράγουν. Αν αυτό είναι καλό, ρυθμίσει τα πράγματα προς το καλό της κοινωνίας και αποδώσει δίκαιο στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή η κοινωνία θα τον αποδεχτεί, θα τον υιοθετήσει και θα τον θεωρήσει καλό. Αν όχι θα μείνει σε κάποιες λέξεις σε ένα ΦΕΚ που θα το φάει η σκόνη της απόρριψης και της λήθης μαζί με τον νομοθέτη του». Πραγματικά σοφά λόγια.
Γιατί όμως, αν και όλο το οικοδόμημα της δασικής νομοθεσίας είναι γενικά ή τουλάχιστον φαίνεται στην πρώτη ανάγνωση πολύ αυστηρό πολλά από δάση μας εκχερσώθηκαν, καλλιεργήθηκαν, οικοπεδοποιήθηκαν, κ.λπ. κυρίως μετά από πυρκαγιές χωρίς μέτρο και αρχές και σε πολλές περιοχές καταλήξαμε σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις; Ποιος φταίει για αυτό;… Ας δούμε πολύ βιαστικά μια δυο πολύ γνωστές και ισχύουσες μέχρι σήμερα χαρακτηριστικές περιπτώσεις θέσπισης και εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας.
Πράξεις χαρακτηρισμού. Με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 998/79 θεσπίστηκε η υποχρέωση για την χαρτογράφηση των δασών και με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ιδίου νομού η υποχρέωση κατάρτισης «Δασολογίου». Δεν έγινε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το γιατί είναι ένα τεράστιο θέμα που δεν είναι της ώρας.
Με το άρθρο όμως 14 του ν. 998/79 καθορίστηκε για πρώτη φορά μια κορυφαία διαδικασία έλεγχου και καταγραφής του δασικού η μη χαρακτήρα μιας έκτασης. Το σημαντικότερο ήταν η θέσπιση για πρώτη φορά των «κριτηρίων» του άρθρου 3 , η διαφάνεια μέσω των κανόνων δημοσιότητας και το δικαίωμα της διοικητικής προσφυγής σε όποιον είχε έννομο συμφέρον στο όποιο περιλαμβάνεται και το γενικότερο συμφέρον ενώπιων των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων (Ε.Ε.Δ.Α.) του άρθρου 10 του ν. 998/79 στις οποίες προήδρευαν Δικαστικοί. (Σήμερα έχουμε τις Τ.Ε.Ε.Α).
Αυτονόητο τυγχάνει ότι η διαδικασία του άρθρου 14 θεσπίστηκε για να πάψει η έκδοση των παλιών «Βεβαιώσεων» προκειμένου να προστατευτούν τα δάση από έκνομες αλλαγές χρήσης. Είχε προηγηθεί ένας παγκόσμιος πόλεμος μια ασταθής και εκρηκτική πολιτικά κοινωνικά και οικονομικά περίοδος και μια δικτατορία. Έπρεπε λοιπόν να υπάρξει ένα «φρένο» και από εκεί και εμπρός να υπάρξει ουσιαστικός έλεγχος για να αποτραπεί κάθε περαιτέρω παράνομη αλλαγή χρήσης των δασών. Θα έπρεπε λοιπόν λογικά, ο ίδιος νομοθέτης να θεσπίσει στο ίδιο άρθρο ως απαραίτητη υποχρεωτική προϋπόθεση – για κάθε επίσημη μεταβολή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή αλλαγή χρήσης για οποιοδήποτε σκοπό ενός γεωτεμαχίου εκτος σχεδίου πόλεως – να προσκομίζεται και να επισυνάπτεται στο συμβόλαιο ή στην διοικητική πράξη έγκρισης μιας επέμβασης η «πράξη χαρακτηρισμού». Δεν το’ κάνε όμως. Ούτε δυστυχώς κανείς νόμος μέχρι σήμερα. Γιατί;
Αποτέλεσμα. Από την δημοσίευση του ν. 998/79 και μέχρι αυτήν την στιγμή μου συνομιλούμε, οποιοσδήποτε μπορούσε και μπορεί να μεταβιβάσει, να πουλήσει μια δασικού χαρακτήρα έκταση σε κάποιον άλλο είτε με δόλο είτε από άγνοια, με την αποδοχή και την «Υπεύθυνη Δήλωση» των δυο συμβαλλομένων ότι δεν είναι δάσος. Πως ο νομοθέτης ενός τόσο σημαντικού νομοθετήματος παρέλειψε μια τόσο σοβαρή πρόβλεψη;
Στην συνέχεια και για να «διευκολυνθούν» «καταστάσεις» το Υπουργείο Γεωργίας χωρίς καμία ουσιαστική τεκμηρίωση σε νόμο, με διάφορα προσχήματα, επέτρεψε και συνέστησε με εγκυκλίους στην Δασική Υπηρεσία να συνεχίσει να εκδίδει «πληροφοριακά έγγραφα»και «βεβαιώσεις», για τον δασικό ή μη χαρακτήρα γεωτεμαχίων ή ευρύτερων εκτάσεων που εκδόθηκαν όχι πάντα με ουσιαστικό έλεγχο και τεκμηρίωση και φυσικά χωρίς την τήρηση κανενός κανόνα δημοσιότητας. Αυτές θεμελίωσαν σε πολλές περιπτώσεις με την έκδοση δευτερογενών διοικητικών πράξεων έκνομες αλλά νομότυπες και μη αναστρέψιμες καταστάσεις. (Τουριστικές, βιομηχανικές, αγροτικές εγκαταστάσεις, κατοικίες , οικισμοί κλπ). Η πρώτη εγκύκλιος Δ/γη από το ΥΠΕΚΑ που υποχρέωσε τις πολεοδομικές υπηρεσίες να ζητούν όχι μόνο την «πράξη χαρακτηρισμού», το «πληροφοριακό έγγραφο» ή την «βεβαίωση» του Δασάρχη αλλά και την «τελεσιδικία» τους πριν εκδώσουν άδειες οικοδομής εκτός σχεδίου είναι η αριθ. ΥΠΕΚΑ 3401/2011/21-6-2011 (ΑΔΑ:43Υ0-Μ6) εγκύκλιος του τότε Αν ΥΠΕΚΑ κ. Νικ. Σηφουνάκη. Ποτέ όμως αυτή η υποχρέωση δεν νομοθετήθηκε. Γιατί;
Η προηγούμενη λογική της «τακτοποίησης» συνεχίστηκε και πρόσφατα με την διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 998/79 που προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4315/2014 (269 Α´) με την οποία «τελεσιδίκησαν» σε μια νύχτα εν λευκω όλα τα «πληροφορικά έγγραφα» που εκδόθηκαν μετά το Σύνταγμα του 1975 έως το τέλος Απριλίου του έτους 1981. Γιατί;
Πρόσφατα με την παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 4467/2017 θεσπίστηκε η δυνατότητα «επαναχαρακτηρισμού» τελεσιδίκων πράξεων με «διαπιστωτική πράξη» προκειμένου να τεθούν εκτός δασικής προστασίας όλες οι χορτολιβαδικές εκτάσεις που έχουν τα κριτήρια της μέσης κλίσης και της χωροσταθμικής των 100 μ. του Π.Δ. 32/2016. Δηλαδή η «χρυσή ούγια», τα χρυσά οικόπεδα των παραθαλάσσιων περιοχών της χώρας. Σε ποια παγκόσμια δασοκομική και οικολογική αρχή στηρίζεται η άποψη ότι σε μια παραθαλάσσια χορτολιβαδική έκταση το κομμάτι που είναι πάνω από τα 100 μ. είναι δασικό και αυτό που είναι κάτω είναι οικόπεδο;
Με απλά λόγια το ίδιο το κράτος που θέσπισε μια δέσμια ουσιαστική διάταξη για την προστασία των δασών το ίδιο την ακύρωσε. Δηλαδή την κατάργησε στην πράξη, οδηγώντας σε τραγικές μη αναστρέψιμες καταστάσεις και μακροχρόνιες διοικητικές και δικαστικές διενέξεις ταλαιπωρία και έξοδα, υπηρεσίες και πολίτες, που φυσικά αποκαλύπτονται και θα αποκαλυφθούν μέσα από τους δασικούς χάρτες. Γι’ αυτό και η αρχική σπουδή α) της εξαίρεσης των «οικιστικών πυκνώσεων» για τους οποίους ευτυχώς μετά την έκδοση των γνωστών 1942 και 1977/2017 αποφάσεων ΣτΕ θα συνταχτούν δασικοί χάρτες (ιστορικός και σύγχρονος) και β) της ασθμαίνουσας «τακτοποίησης» – νομιμοποίησης με το άρθρο 47Β ν. 998/79 όλων των παράνομων εκχερσώσεων από το 1975 έως την 7η Μαρτίου 2007.
Πρωτόκολλα Διοικητικής Αποβολής. Τα Π.Δ.Α. του άρθρου 61 του ν.δ. 86/69 χρησιμοποιήθηκαν ευρέως επί εβδομήντα χρόνια για την προστασία των δημοσίων κοινοτικών κ.λπ. δασών. Χιλιάδες είναι διασκορπισμένα στην Ελληνική Επικράτεια.
Σύμφωνα με την εκδοθείσα νομολογία το Π.Δ.Α. είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η έλλειψη όμως αδιαμφισβήτητων τεκμηρίων χαρακτηρισμού της γης ως δασικής ή μη (δασικοί χάρτες) στην οποία στηρίζεται το τεκμήριο της κυριότητας του δημοσίου. και της ιδιοκτησίας (δασολόγιο) δημιούργησαν εύλογες αμφιβολίες στα αρμόδια Δικαστήρια . Για το λόγο αυτό η διοίκηση με την αριθμ. 137378/200/20-1-83 απόφαση του τότε Υφυπουργού Γεωργίας Κ. Αλεξιάδη, βασισμένη στις διατάξεις του άρθρου 985 του Α.Κ. υιοθέτησε την διαδικασία της αυτοδύναμης προστασίας, με την άμεση και αυτεπάγγελτη αποβολή των καταπατητών. Αυτή όμως εκτός από τις τεχνικές δυσχέρειες εφαρμογής, συνεπάγονταν την ποινική δίωξη των δασικών οργάνων που αυτοδικούν, χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα υποστήριξης τους από τις Νομικές Υπηρεσίες της Διοικήσεως. Γι’ αυτό ο τότε Νομικός Σύμβουλος Διοικήσεως κ. Δ. Ράπτης με την 55/85 γνμ. είχε προτείνει την θέσπιση ειδικής διάταξης για την προστασία των δασικών υπαλλήλων, η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ.
Η ανυπαρξία συστηματικής ρύθμισης με νόμο της άμεσης διοικητικής εκτέλεσης επιβεβαιώνεται και από Νομικό Σύμβουλο του Κράτους κ. Βασίλη Παπαχρήστου στο αντίστοιχο σύγγραμμα του (1994) οποίος πρότεινε την ανάθεση εκτέλεσης σε δικαστικό επιμελητή μετά από εγγραφή εντολή (παραγγελία) του οικείου Οικονομικού Εφόρου. Το αίτημα όμως χρηματοδότησης για την αμοιβή δικαστικών επιμελητών που υποβάλαμε δεν έγινε ποτέ αποδεκτό.
Με απλά λόγια ο νόμος πρόβλεψε την έκδοση τους αλλά δυστυχώς όχι τον τρόπο υλοποίησης τους.
Σε πολλές περιπτώσεις , η εφαρμογή και ο έλεγχος τους σήμερα λογω έλλειψης ασφαλών και υλοποιήσιμων τοπογραφικών και λογω των μεταβολών που έχουν επέλθει στις χρήσεις και στο ανάγλυφο της γης είναι πολύ επισφαλής έως ανέφικτη. Στα ορεινά χωριά που ο κόσμος τα εγκατέλειψε εγκαταλείφτηκαν και τα Π.Δ.Α. Σε περιοχές όμως που οι αγροτικές καλλιέργειες και η γη απόκτησαν συν το χρόνο μεγάλη οικονομική άξια συνεχίζουν να καλλιεργούνται με πολυδάπανες εγκαταστάσεις.
Το κράτος όμως βρήκε την «λύση». Δεν είναι «Σολομώντειος» αλλά καθαρά Ελληνική. Με τις διατάξεις των άρθρων 47, 47Α και 47 Β του ν. 998/79 όλα τα τελεσίδικα Π.Δ.Α. αναστέλλονται και ακυρώνονται μαζί με τις λοιπές διοικητικές πράξεις προστασίας (αναδασωτέες, πρόστιμα, αποζημιώσεις κ.λπ.) που δεν έχουν εισπραχτεί. Οι ίδιοι υπάλληλοι που έως και το 2007 τα εκδώσαμε και τα υποστηρίξαμε εφαρμόζοντας τον νόμο, οι ίδιοι σήμερα τα αναστέλλουμε και τα ανακαλούμε νομιμοποιώντας όλες τις έκνομες εκχερσώσεις σε εφαρμογή πάλι ενός νόμου. Σημειωτέον ότι και σήμερα συνεχίζουμε να εκδίδουμε Π.Δ.Α.. Αυτονόητο τυγχάνει ότι θα τα νομιμοποιήσουν οι επόμενοι. Στο γαϊτανάκι αυτό σειρά έχουν όλα τα αυθαίρετα κτίσματα στα δάση… Γνωρίζετε πολιτισμένο κράτος που να συμβαίνει αυτό;
Ποια λοιπόν η αποτελεσματικότητα των Π.Δ.Α. με την απέραντη γραφειοκρατία και τις απέραντες χαμένες ώρες, ημέρες των δασικών υπαλλήλων των Νομικών Συμβούλων και των Δικαστών για την διερεύνηση και διεκπεραίωση τους με τεράστιες δαπάνες σε αυτοψίες και χαμένες χρονοώρες του Δημοσίου και των πολιτών;
Μήπως πέραν από τους Ελεγκτικούς Μηχανισμούς τις Ανεξάρτητες Αρχές και τα Δικαστήρια, χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό μηχανισμό, ένα «Παρατηρητήριο έλεγχου», όχι της εφαρμογής απλά του νόμου, αλλά της «αποτελεσματικότητας» του, το οποίο να μπορεί να εισηγηθεί την κατάργηση, τροποποίηση ή συμπλήρωση του ώστε να επιτυγχάνονται τα προσδοκώμενα από την θέσπιση του αποτελέσματα;
Εκτός και αν… η «αναποτελεσματικότητα» ακόμη και αν δεν ήταν επιθυμητή, ανταποκρίνονταν στην εσώτερη βούληση των κυβερνήσεων και των «Πολιτικών μας» που διέτρεξαν μέχρι σήμερα το πολιτικό στερέωμα της χώρας, και αν δεχτούμε ότι αυτές εξέφραζαν και την εκάστοτε λαϊκή βούληση …τότε …γιατί πράγμα συζητούμε σήμερα;
Δασικοί χάρτες. Δεν ξέρουμε πόσα ήσαν τα δάση στην απελευθέρωση. Δεν έχουμε την τεχνολογία να το μάθουμε ακόμη. Οι γκραβούρες των ξένων περιηγητών δεν αποτελούν αποδεικτικό μέσο. Οι αναρτηθέντες και υπό σύνταξη δασικοί χάρτες που θα καλύψουν όλη την ελληνική επικράτεια, θα κυρωθούν θα δημοσιευθούν στο ΦΕΚ θα γίνουν οριστικοί και θα αποτελέσουν μια αδιαμφισβήτητη βάση δεδομένων για τον δασικό ή μη χαρακτήρα της γης ώστε να ολοκληρωθεί η σύνταξη του Δασολογίου και το Εθνικού Κτηματολογίου. Θα καταδείξουν όμως συγχρόνως σαν μια τεράστια «μαγνητική τομογραφία» και που πάσχει ο ασθενής. Δηλαδή τις νόμιμες και έκνομες γνωστές και άγνωστες αλλαγές χρήσης που συνέβησαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Πως θα διαχειρισθούν αυτές;
Η εθνική συνταγή ήταν και είναι μέχρι σήμερα η νομιμοποίηση όλων των αυθαίρετων καταστάσεων αντί ενός ευτελούς τιμήματος που φυσικά δεν ανταποκρίνεται στην ούτε στην περιβαλλοντική, ούτε στην ιστορική και κοινωνική αξία τους. Τέτοιες όμως νομιμοποιήσεις δεν ισοδυναμούν με τιμωρία κάθε νομοταγούς πολίτη που πληρώνει φόρους και χρεώθηκε σε μια τράπεζα για να αγοράσει ένα οικόπεδο ή ένα αγρόκτημα και τώρα θα το πληρώσει στο τριπλάσιο της άξιας του αλλιώς θα το χάσει; Ο παράνομος θα πληρώσει το 30% και αυτό σε δόσεις των 30 ευρώ. Είναι αυτό κοινωνική δικαιοσύνη; Αντιμετωπίζονται αυτοί οι δυο πολίτες ως ίσιοι έναντι του νόμου; Και όμως και στις δυο περιπτώσεις ο νόμος εφαρμόζεται….
Είναι εν δυνάμει αποδεκτό ότι ο νόμος δεν έχει μόνο ρυθμιστική και πειθαρχική αλλά και εκπαιδευτική για ένα λαό σημασία. Αποτελεί η γενικευμένη νομιμοποίηση και η παραγραφή έκνομων ενεργειών καλό μάθημα για τους νέους πολίτες; Αυτό θα είναι το κύριο πρόβλημα που θα προκύψει μετά τους δασικούς χάρτες. Εκεί μάλλον είναι κρυμμένο και το θέμα της επόμενης ημερίδας σας.
Θεωρώ ότι οι διατάξεις της παρ 5 του άρθρου 17 και της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 3889 /2010, μειώνουν την αξία των δασικών χαρτών καθώς ορίζουν ότι ο οριστικός δασικός χάρτης έχει πλήρη αποδεικτική ισχύ σε κάθε διοικητική ή δικαστική αρχή μόνο για τα τμήματα που αποτυπώνονται σε αυτόν με πράσινο περίγραμμα και πράσινη διαγράμμιση δηλαδή μόνο για τις δασικού χαρακτήρα εκτάσεις. Δηλαδή για ένα γεωτεμάχιο που δεν τοποθετείται στο πράσινο περίγραμμα και διαγράμμιση δεν θα έχει αποδεικτική ισχύ ότι «δεν είναι δασικό»; Τότε τι κάνουμε;
Θεωρώ ότι η διάταξη των παρ. 4 του άρθρου 20 του ιδίου νόμου που ορίζει ότι για τις μεταβιβάσεις στις δασικές εκτάσεις απαιτείται πιστοποιητικό της οικείας Διεύθυνσης Δασών μας γυρίζουν στο παρελθόν και την εξάρτηση των πολιτών πάλι από την δασική υπηρεσία στήνοντας μαζί και ένα ανεπίτρεπτο «παγκάρι» που λέγεται ειδικό «τέλος». Ότι δηλαδή συμβαίνει και με τα κτηματολογικά γραφεία και τα πιστοποιητικά τους. Είναι δυνατόν να αποκτήσουμε με πολύ κόπο και χρήμα του Ελληνικού λαού μια ασφαλή Εθνική Βάση Δεδομένων που λέγεται «Δασικοί χάρτες», «Δασολόγιο» και «Εθνικό Κτηματολόγιο» προσβάσιμη μέσω του διαδικτύου από όλο τον κόσμο και να γυρίσουμε πάλι στην εξάρτηση των πολιτών μιας ελεύθερης χώρας από δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές εταιρείες που πουλάνε πιστοποιητικά;
Θεωρώ ότι το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 20 του ιδίου νόμου που προστέθηκε πρόσφατα με την παρ. 3 του άρθρου 142 του ν. 4483/2017 (Α´107) με την οποία το προαναφερθέν πιστοποιητικό αντικαθίσταται από υπεύθυνη δήλωση (A΄ 75) επί του τοπογραφικού διαγράμματος κάποιου μηχανικού ή τοπογράφου ακυρώνει και υποβαθμίζει και την αξία των δασικών χαρτών και την νοημοσύνη του μέσου Έλληνα. Ως γνωστόν οι δασικοί χάρτες είναι αναρτημένοι στο διαδίκτυο και μπορεί οποιοσδήποτε το επιθυμεί ακόμη και από την Αυστραλία να ελέγξει αν ένα γεωτεμάχιο που τον ενδιαφέρει είναι δασικό ή όχι. Η εφαρμογή είναι πολύ απλή και εύκολη. Μπορεί ο συντάκτης του τοπογραφικού να τυπώσει ένα απόσπασμα του δασικού χάρτη με το γεωτεμάχιο που τον ενδιαφέρει και να το επισυνάψει στο τοπογραφικό που θα δώσει στον συμβολαιογράφο και αμέσως όλοι θα ξέρουν αν είναι δασικό ή μη. Προς τι το παγκάρι του «τέλους»; Προς τι πάλι εκείνη η ριμάδα «υπεύθυνη δήλωση» του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 με την οποία θεμελιώθηκαν τόσες έκνομες καταστάσεις. Είναι δυνατόν μετά τους δασικούς χάρτες να μεταβιβάζονται ακίνητα εκτός σχεδίου πόλης και οριοθετημένου νόμιμου οικισμού χωρίς απόσπασμα του δασικού χάρτη; Τότε τι κάνουμε;
Όσον αφορά την δασική πράξη. Η δασική υπηρεσία είναι μια δημόσια υπηρεσία. Παγκόσμια είναι γνωστό ότι οι δημόσιες υπηρεσίες είναι ο καθρέφτης ενός κράτους. Ένα καλό κράτος έχει και καλές δημόσιες υπηρεσίες και το αντίθετο. Ξέρουμε τι συνέβη μέχρι σήμερα. Ξέρουμε τι φταίει. Ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη και την δημιουργία τετελεσμένων καταστάσεων. Η ζητούμενη οικονομική ανάπτυξη πρέπει υποχρεωτικά να είναι συμβατή με την οικολογική και συνετή επιστημονική διαχείριση των φυσικών οικοσυστημάτων είτε αυτά είναι χερσαία ( βουνά, ρέματα, δάση δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις, κ.λπ.) είτε είναι υδάτινα (ποτάμια, λίμνες, υγρότοποι, θάλασσες, κ.λπ.). Τις συνέπειες των εφήμερων και ευκαιριακών επιλογών αποκαλύπτουν κάθε φορά οι φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, σεισμοί, πλημμύρες κ.λπ.).
Τα δασικά μας οικοσυστήματα αποτελούν έναν τεράστιο Εθνικό οικονομικό ανεκμετάλλευτο πόρο σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η σημασία τους έχει καταγραφεί συνοπτικά στο άρθρο 24 του Συντάγματος. Θα χρειάζονταν μέρες να την αναλύσουμε. Η «ανάπτυξη» των δασών μας θεμελιώνεται σύμφωνα με την παγκόσμια ορθολογική δασολογική επιστήμη στην «προστασία». Και αυτή στην «αειφορική δασοκομική διαχείριση». Και αυτή σε μια καλά στελεχωμένη με σύγχρονη δομή και λειτουργία Δασική υπηρεσία. Δεν μπορεί κανείς στον πολιτισμένο κόσμο να κάνει διαχείριση, δηλαδή να εφαρμόσει δασοκομικούς χειρισμούς, προσημάνσεις, υλοτομίες, καθαρισμούς, αναγωγή, αναδασώσεις, καλλιεργητικές επεμβάσεις, στις δασικές συστάδες από το γραφείο. Αν κάποιος υποστηρίζει το αντίθετο ας έρθει να μου δείξει μια συστάδα που την διαχειρίσθηκε από το γραφείο του και εγώ θα σκίσω δημόσια το πτυχίο μου.
Έγκειται στην διακριτική ευχέρεια του Ελληνικού Κράτους και των πολιτών του να αναθέσουν την διαχείριση, προστασία και ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων και των προστατευομένων περιοχών στην Δασική Υπηρεσία ή αποκλειστικά σε τρίτους. Δείτε στο διαδίκτυο τι συνέβη σε κράτη που επέλεξαν μη αειφορικές αλλά ληστρικές εκμεταλλεύσεις. Αν όμως θέλει όπως συμβαίνει σε όλο το πολιτισμένο κόσμο να συνεχίσει να τα διαχειρίζεται η δασική υπηρεσία πρέπει να κάνει κάτι ουσιαστικό γιατί η σημερινή δασική υπηρεσία μοιάζει – με δασοκομικούς όρους – με μια ομήλικη σχεδόν γερασμένη συστάδα δένδρων που απουσιάζει εντελώς η φυσική αναγέννηση δηλαδή τα άτομα του μέλλοντος και κυρίως ο διαχειριστικός σκοπός και στόχος. Μια τέτοια συστάδα είναι καταδικασμένη. Εάν δεν αναστραφεί αμέσως η κατάσταση τα επόμενα χρόνια θα παρακολουθήσουμε ζοφερές καταστάσεις για το περιβάλλον της πατρίδας μας και την Ελληνική κοινωνία και καμία από τις αγέννητες γενιές δεν μας έχει δώσει τέτοια εξουσιοδότηση.
Πιστεύω ότι μετά τους δασικούς χάρτες πρέπει να απομονώσουμε την δασική υπηρεσία από βεβαιώσεις, πράξεις χαρακτηρισμούς, πιστοποιητικά και Π.Δ.Α. και να της αναθέσουμε τα πραγματικά ουσιαστικά καθήκοντα της που είναι η διαχείριση, προστασία και ανάπτυξη των δασικών οικοσυστημάτων και των χερσαίων προστατευόμενων περιοχών της πατρίδας μας. Με απλά λόγια να την στρέψουμε να ασχοληθεί ουσιαστικά όπως δεκαετία του 50 με τα ορεινά υδρονομικά έργα. Τον σχεδιασμό και τις υποδομές της αντιπυρικής προστασίας. Την διαμόρφωση και ανάπτυξη των προστατευτικών και περιαστικών δασών. Την οργάνωση του ορεινού τουρισμού. Να της δώσουμε τον ρόλο και την δυναμική που της αξίζει και που καμία άλλη υπηρεσία δεν έχει ούτε την επιστημονική γνώση ούτε την εμπειρία να τα κάνει. Το ελάχιστο επιστημονικό προσωπικό που της έχει απομείνει που θα μειωθεί έντονα τα επόμενα χρόνια λογω ορίου ηλικίας δεν πρέπει να αναλώσει το υπόλοιπο της καριέρας του στις δικαστικές αίθουσες αλλά στα δαση. Αυτό είναι το φυσικό. Αυτό σπούδασαν. Ζητώ από την πολιτεία να μας δώσει αυτόν τον ρόλο και από την κοινωνία να μας κρίνει αυστηρά για αυτό. Αλλά για αυτό.
Το 1979 ο τότε πάρεδρος του Ν.Σ.Κ. Παν. Γιανακούρος με την 829/1979 Γνμ του εισηγείτο ότι «πρέπει να δοθούν αυστηραί εντολαί εις τα αρμόδια δασικά όργανα όπως φυλάσσουν ανελλιπώς ταύτας και ενεργούν αμέσως προς προστασίαν των συμφερόντων του δημοσίου, οσάκις επιδιώκεται η καταπάτησις τούτων κ.λ.π.».
Τώρα… αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι δεν έφταναν μόνο οι «αυστηρές εντολές» αλλά χρειάζονταν πρωτίστως η αποτελεσματική νομοθεσία, οι σωστές και επαρκείς δασικές υποδομές (προσωπικό και μέσα) και το αίσθημα ασφάλειας σε όσους δασικούς υπαλλήλους έκαναν καλά την δουλειά τους και δεν ήσαν «διαθέσιμοι» να νομιμοποιήσουν έκνομες καταστάσεις. Πράγμα που δεν έγινε ποτέ…
Αφιερώνω αυτές τις φτωχές σκέψεις σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στον αείμνηστο καθηγητή μου του Α.Π.Θ. Σπύρο Ντάφη.
Ευχαριστώ για την τιμή και την φιλοξενία σας.
Παναγιώτης Καλλίρης
Δ/ντης Δασών Κορινθίας